σύμμορος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />associé, confédéré.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μείρομαι]].
|btext=ος, ον :<br />associé, confédéré.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μείρομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξύμμορος, -ον, Α<br />αυτός που ανήκε στην [[ίδια]] φορολογική [[κατηγορία]] («Θηβαῑοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῑς», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόρα]] [Ι] «[[τάγμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μορος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξύμμορος, -ον, Α<br />αυτός που ανήκε στην [[ίδια]] φορολογική [[κατηγορία]] («Θηβαῑοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῑς», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόρα]] [Ι] «[[τάγμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μορος</i>].
|mltxt=και αττ. τ. ξύμμορος, -ον, Α<br />αυτός που ανήκε στην [[ίδια]] φορολογική [[κατηγορία]] («Θηβαῑοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῑς», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόρα]] [Ι] «[[τάγμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μορος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμορος Medium diacritics: σύμμορος Low diacritics: σύμμορος Capitals: ΣΥΜΜΟΡΟΣ
Transliteration A: sýmmoros Transliteration B: symmoros Transliteration C: symmoros Beta Code: su/mmoros

English (LSJ)

ον,

   A united in the same μόρα, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Th.4.93.

German (Pape)

[Seite 983] wie συντελής, mit zu Abgaben verpflichtet, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, und die ihnen unterthan waren, Thuc. 4, 93.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμορος: -ον, ὡς τὸ συντελής, ἡνωμένος ἐπὶ σκοπῷ φορολογίας, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, ἐπὶ τῶν ἐλασσόνων πολιτειῶν τῆς Βοιωτίας, Θουκ. 4. 93, πρβλ. Arnold 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
associé, confédéré.
Étymologie: σύν, μείρομαι.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξύμμορος, -ον, Α
αυτός που ανήκε στην ίδια φορολογική κατηγορία («Θηβαῑοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῑς», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορος (< μόρα [Ι] «τάγμα»), πρβλ. ἔμ-μορος].

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξύμμορος, -ον, Α
αυτός που ανήκε στην ίδια φορολογική κατηγορία («Θηβαῑοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῑς», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορος (< μόρα [Ι] «τάγμα»), πρβλ. ἔμ-μορος].