συμποσούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(39)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συμποσοῡμαι, -όομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμποσῶ, -όω, ΜΑ<br />[[ανέρχομαι]], [[φτάνω]] σε κάποιο [[ποσό]] («τα ελλείμματα συμποσούνται σε 10 δισεκατομμύρια»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> μετράω [[μαζί]], [[υπολογίζω]] σε ενιαίο [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ποσῶ</i> / <i>ποσοῦμαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποσός]]/[[ποσόν]])].
|mltxt=συμποσοῦμαι, -όομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμποσῶ, -όω, ΜΑ<br />[[ανέρχομαι]], [[φτάνω]] σε κάποιο [[ποσό]] («τα ελλείμματα συμποσούνται σε 10 δισεκατομμύρια»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> μετράω [[μαζί]], [[υπολογίζω]] σε ενιαίο [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ποσῶ</i> / <i>ποσοῦμαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποσός]]/[[ποσόν]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 26 March 2021

Greek Monolingual

συμποσοῦμαι, -όομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμποσῶ, -όω, ΜΑ
ανέρχομαι, φτάνω σε κάποιο ποσό («τα ελλείμματα συμποσούνται σε 10 δισεκατομμύρια»)
μσν.-αρχ.
ενεργ. μετράω μαζί, υπολογίζω σε ενιαίο ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ποσῶ / ποσοῦμαι (< ποσός/ποσόν)].