συναιχμαλωτίς: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(39) |
(39) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναιχμαλωτίς''': -ίδος, οὐχὶ συναιχμάλωτις, ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[συναιχμάλωτος]], Κόνων. Διηγήσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. σελ. 133, 8. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 340-1. | |lstext='''συναιχμαλωτίς''': -ίδος, οὐχὶ συναιχμάλωτις, ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[συναιχμάλωτος]], Κόνων. Διηγήσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. σελ. 133, 8. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 340-1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[συναιχμάλωτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[συναιχμάλωτος]]. | |mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[συναιχμάλωτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 997] ίδος, ἡ bes. fem. zum Folgdn.
Greek (Liddell-Scott)
συναιχμαλωτίς: -ίδος, οὐχὶ συναιχμάλωτις, ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ συναιχμάλωτος, Κόνων. Διηγήσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. σελ. 133, 8. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 340-1.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. συναιχμάλωτος.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. συναιχμάλωτος.