συναρτώ: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=συναρτῶ, -άω, ΝΜΑ<br />[[συνάπτω]], [[συνδέω]] δύο ή περισσότερα πράγματα [[μεταξύ]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συσχετίζω]] με [[βάση]] τη [[λογική]] ή [[συνδέω]] αμοιβαία, [[αλληλεξαρτώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναρτώμαι</i><br />α) [[είμαι]], βρίσκομαι σε [[συνάρτηση]] με [[κάτι]]<br />β) εξαρτώμαι από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω το ίδιο [[φρόνημα]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[συνδέομαι]] πολύ [[στενά]] με [[κάτι]], έχω [[συναρμογή]] («ἡ ἄνω [[γνάθος]]... συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθωται», Ιπποκρ.)<br />β) εμπλέκομαι με κάποιον ή [[κάτι]] («[[τόδε]] συνήρτηται τῷδε ἐξ ἀνάγκης», Φιλόδ.)<br />γ) <b>γραμμ.</b> συντάσσομαι με [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συναρτῶμαι τινί» ή «συναρτῶμαι πολέμῳ τινί» — εμπλέκομαι σε πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου (<b>Πλούτ.</b>)<br />β) «συναρτῶμαι διώξεσι καὶ φυγαῑς» — [[υφίσταμαι]] διώξεις και εξορίες (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀρτῶ</i> «[[κρεμώ]], [[εξαρτώ]]»]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συναρτῶ, -άω, ΝΜΑ<br />[[συνάπτω]], [[συνδέω]] δύο ή περισσότερα πράγματα [[μεταξύ]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συσχετίζω]] με [[βάση]] τη [[λογική]] ή [[συνδέω]] αμοιβαία, [[αλληλεξαρτώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναρτώμαι</i><br />α) [[είμαι]], βρίσκομαι σε [[συνάρτηση]] με [[κάτι]]<br />β) εξαρτώμαι από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω το ίδιο [[φρόνημα]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[συνδέομαι]] πολύ [[στενά]] με [[κάτι]], έχω [[συναρμογή]] («ἡ ἄνω [[γνάθος]]... συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθωται», Ιπποκρ.)<br />β) εμπλέκομαι με κάποιον ή [[κάτι]] («[[τόδε]] συνήρτηται τῷδε ἐξ ἀνάγκης», Φιλόδ.)<br />γ) <b>γραμμ.</b> συντάσσομαι με [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συναρτῶμαι τινί» ή «συναρτῶμαι πολέμῳ τινί» — εμπλέκομαι σε πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου (<b>Πλούτ.</b>)<br />β) «συναρτῶμαι διώξεσι καὶ φυγαῑς» — [[υφίσταμαι]] διώξεις και εξορίες (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀρτῶ</i> «[[κρεμώ]], [[εξαρτώ]]»]. | |mltxt=συναρτῶ, -άω, ΝΜΑ<br />[[συνάπτω]], [[συνδέω]] δύο ή περισσότερα πράγματα [[μεταξύ]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συσχετίζω]] με [[βάση]] τη [[λογική]] ή [[συνδέω]] αμοιβαία, [[αλληλεξαρτώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναρτώμαι</i><br />α) [[είμαι]], βρίσκομαι σε [[συνάρτηση]] με [[κάτι]]<br />β) εξαρτώμαι από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω το ίδιο [[φρόνημα]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[συνδέομαι]] πολύ [[στενά]] με [[κάτι]], έχω [[συναρμογή]] («ἡ ἄνω [[γνάθος]]... συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθωται», Ιπποκρ.)<br />β) εμπλέκομαι με κάποιον ή [[κάτι]] («[[τόδε]] συνήρτηται τῷδε ἐξ ἀνάγκης», Φιλόδ.)<br />γ) <b>γραμμ.</b> συντάσσομαι με [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συναρτῶμαι τινί» ή «συναρτῶμαι πολέμῳ τινί» — εμπλέκομαι σε πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου (<b>Πλούτ.</b>)<br />β) «συναρτῶμαι διώξεσι καὶ φυγαῑς» — [[υφίσταμαι]] διώξεις και εξορίες (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀρτῶ</i> «[[κρεμώ]], [[εξαρτώ]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 29 September 2017
Greek Monolingual
συναρτῶ, -άω, ΝΜΑ
συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους
νεοελλ.
1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ
2. παθ. συναρτώμαι
α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι
β) εξαρτώμαι από κάτι
αρχ.
1. έχω το ίδιο φρόνημα, συμφωνώ
2. παθ. α) συνδέομαι πολύ στενά με κάτι, έχω συναρμογή («ἡ ἄνω γνάθος... συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθωται», Ιπποκρ.)
β) εμπλέκομαι με κάποιον ή κάτι («τόδε συνήρτηται τῷδε ἐξ ἀνάγκης», Φιλόδ.)
γ) γραμμ. συντάσσομαι με κάτι
3. φρ. α) «συναρτῶμαι τινί» ή «συναρτῶμαι πολέμῳ τινί» — εμπλέκομαι σε πόλεμο εναντίον κάποιου (Πλούτ.)
β) «συναρτῶμαι διώξεσι καὶ φυγαῑς» — υφίσταμαι διώξεις και εξορίες (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀρτῶ «κρεμώ, εξαρτώ»].
Greek Monolingual
συναρτῶ, -άω, ΝΜΑ
συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους
νεοελλ.
1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ
2. παθ. συναρτώμαι
α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι
β) εξαρτώμαι από κάτι
αρχ.
1. έχω το ίδιο φρόνημα, συμφωνώ
2. παθ. α) συνδέομαι πολύ στενά με κάτι, έχω συναρμογή («ἡ ἄνω γνάθος... συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθωται», Ιπποκρ.)
β) εμπλέκομαι με κάποιον ή κάτι («τόδε συνήρτηται τῷδε ἐξ ἀνάγκης», Φιλόδ.)
γ) γραμμ. συντάσσομαι με κάτι
3. φρ. α) «συναρτῶμαι τινί» ή «συναρτῶμαι πολέμῳ τινί» — εμπλέκομαι σε πόλεμο εναντίον κάποιου (Πλούτ.)
β) «συναρτῶμαι διώξεσι καὶ φυγαῑς» — υφίσταμαι διώξεις και εξορίες (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀρτῶ «κρεμώ, εξαρτώ»].