συνεπικλίνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(39)
(39)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunepikli/nw
|Beta Code=sunepikli/nw
|Definition=[ῑ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">incline at the same time</b>, Gal.6.151 (Pass.), <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>168</span>.</span>
|Definition=[ῑ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">incline at the same time</b>, Gal.6.151 (Pass.), <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>168</span>.</span>
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπικλίνω]]<br />[[κλίνω]] [[προς]] [[άλλο]] [[σημείο]] από κοινού ή ταυτοχρόνως με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπικλίνω]]<br />[[κλίνω]] [[προς]] [[άλλο]] [[σημείο]] από κοινού ή ταυτοχρόνως με άλλον.
|mltxt=Α [[ἐπικλίνω]]<br />[[κλίνω]] [[προς]] [[άλλο]] [[σημείο]] από κοινού ή ταυτοχρόνως με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπικλίνω Medium diacritics: συνεπικλίνω Low diacritics: συνεπικλίνω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΚΛΙΝΩ
Transliteration A: synepiklínō Transliteration B: synepiklinō Transliteration C: synepiklino Beta Code: sunepikli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A incline at the same time, Gal.6.151 (Pass.), Dam.Pr.168.

Greek Monolingual

Α ἐπικλίνω
κλίνω προς άλλο σημείο από κοινού ή ταυτοχρόνως με άλλον.

Greek Monolingual

Α ἐπικλίνω
κλίνω προς άλλο σημείο από κοινού ή ταυτοχρόνως με άλλον.