σύγκοπος: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[συγκόπτω]]<br />αυτός που πέφτει [[κάτω]] εξαιτίας συγκοπής. | |mltxt=-ον, Α [[συγκόπτω]]<br />αυτός που πέφτει [[κάτω]] εξαιτίας συγκοπής. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύγκοπος:''' лишившийся чувств: σύγκοπον [[γενέσθαι]] Diod. упасть в обморок. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (
A συγκοπή 111) falling down in a swoon, D.S. 3.57.
German (Pape)
[Seite 969] von Menschen, die plötzlich entkräftet niederstürzen und wie zerschlagen sind, D. Sic. 3, 57.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκοπος: -ον, (συγκοπὴ ΙΙΙ) ὁ πίπτων κάτω ἐκ συγκοπῆς ἢ λυποθυμίας, λιπόθυμος, Διόδ. 3. 57.
Greek Monolingual
-ον, Α συγκόπτω
αυτός που πέφτει κάτω εξαιτίας συγκοπής.
Greek Monolingual
-ον, Α συγκόπτω
αυτός που πέφτει κάτω εξαιτίας συγκοπής.
Russian (Dvoretsky)
σύγκοπος: лишившийся чувств: σύγκοπον γενέσθαι Diod. упасть в обморок.