συνευνέτης: Difference between revisions
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(39) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, θηλ. συνευνέτις, -ιδος, Α<br />[[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνευνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[έτης]]/ -<i>έτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παρευν</i>-<i>έτις</i>)]. | |mltxt=ὁ, θηλ. συνευνέτις, -ιδος, Α<br />[[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνευνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[έτης]]/ -<i>έτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παρευν</i>-<i>έτις</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνευνέτης:''' -ου, ὁ, ἡ ([[εὐνή]]), αυτός που μοιράζεται το [[κρεβάτι]] του με κάποιον, [[σύζυγος]], στον ίδ.· [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], σε Ευρ.· θηλ. [[συνευνέτις]], <i>-ιδος</i>, [[σύζυγος]] ή ερωμένη, [[παλλακίδα]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A bed-fellow, consort, E.Med.240, Hipp.416 (pl.), etc.; Dor. ξυνευνέτας Supp.Epigr.7.69 (near Antioch on Orontes, i A.D.): fem. συνευν-έτις, ιδος, ἡ, wife or concubine, E.Andr.908, APl.4.182.8 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
συνευνέτης: -ου, ὁ, σύνευνος, ὁμόλεκτρος, σύζυγος, σύμβιος, Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, ἡ, θηλ., ἡ σύζυγος, ἢ παλλακή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui partage la couche d’un autre.
Étymologie: σύν, εὐνή.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. συνευνέτις, -ιδος, Α
σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνευνος + επίθημα -έτης/ -έτις (πρβλ. παρευν-έτις)].
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. συνευνέτις, -ιδος, Α
σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνευνος + επίθημα -έτης/ -έτις (πρβλ. παρευν-έτις)].
Greek Monotonic
συνευνέτης: -ου, ὁ, ἡ (εὐνή), αυτός που μοιράζεται το κρεβάτι του με κάποιον, σύζυγος, στον ίδ.· ερωτικός σύντροφος, σε Ευρ.· θηλ. συνευνέτις, -ιδος, σύζυγος ή ερωμένη, παλλακίδα, στον ίδ.