χοϊκός: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(46)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [<i>χοῡς</i> (II)]<br />φτειαγμένος από [[χώμα]], από πηλό («ὁ [[πρῶτος]] [[ἄνθρωπος]] ἐκ γῆς [[χοϊκός]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ηλικία]] κατάλληλη για να πάρει [[μέρος]] στην [[εορτή]] τών Χοών<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ χοϊκαί</i><br /><b>πιθ.</b> η [[εορτή]] τών Χοών που γινόταν στην Αθήνα.
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [<i>χοῡς</i> (II)]<br />φτειαγμένος από [[χώμα]], από πηλό («ὁ [[πρῶτος]] [[ἄνθρωπος]] ἐκ γῆς [[χοϊκός]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ηλικία]] κατάλληλη για να πάρει [[μέρος]] στην [[εορτή]] τών Χοών<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ χοϊκαί</i><br /><b>πιθ.</b> η [[εορτή]] τών Χοών που γινόταν στην Αθήνα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χοϊκός:''' -ή, -όν ([[χοῦς]] Β), αυτός που προέρχεται από τη γη ή το [[χώμα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοϊκός Medium diacritics: χοϊκός Low diacritics: χοϊκός Capitals: ΧΟΪΚΟΣ
Transliteration A: choïkós Transliteration B: choikos Transliteration C: choikos Beta Code: xoi+ko/s

English (LSJ)

ή, όν, (χοῦς B)

   A of earth or clay, 1 Ep.Cor.15.47; κόνις Ph. 2.673.    II of the age to take part in the festival of χόες, IG3.1342.

German (Pape)

[Seite 1361] von Schutt, von Erde, Lehm, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

χοϊκός: -ή, -όν, (χοῦς Β) ὁ ἐκ χώματος, ἐκ γῆς, ὡς τὸ γήϊνος, πήλινος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 47, Κλήμ. Ἀλ. 981, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 613. ΙΙ. ἴδε χοῦς (Α) ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait de terre.
Étymologie: χόος².

English (Strong)

from χόος; dusty or dirty (soil-like), i.e. (by implication) terrene: earthy.

English (Thayer)

χοικη χοικον (χοῦς, which see), made of earth, earthy: γυμνοί τούτους τοῦ χοϊκοῦ βαρους, Anon. in Walz, Rhett. i., p. 613,4; (Hippolytus haer. 10,9, p. 314,95).)

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ [χοῡς (II)]
φτειαγμένος από χώμα, από πηλό («ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός», ΚΔ)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται σε ηλικία κατάλληλη για να πάρει μέρος στην εορτή τών Χοών
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ χοϊκαί
πιθ. η εορτή τών Χοών που γινόταν στην Αθήνα.

Greek Monotonic

χοϊκός: -ή, -όν (χοῦς Β), αυτός που προέρχεται από τη γη ή το χώμα, σε Καινή Διαθήκη