τυμπανικός: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(42)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tympanikos
|Transliteration C=tympanikos
|Beta Code=tumpaniko/s
|Beta Code=tumpaniko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">suffering from</b> <b class="b3">τυμπανίας ὕδρωψ</b>, <span class="bibl">Alex.Trall. 10</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[suffering from]] <b class="b3">τυμπανίας ὕδρωψ</b>, <span class="bibl">Alex.Trall. 10</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:35, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνικός Medium diacritics: τυμπανικός Low diacritics: τυμπανικός Capitals: ΤΥΜΠΑΝΙΚΟΣ
Transliteration A: tympanikós Transliteration B: tympanikos Transliteration C: tympanikos Beta Code: tumpaniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suffering from τυμπανίας ὕδρωψ, Alex.Trall. 10.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ τυμπανίου ὕδρωπος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 522.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τυμπανικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τύμπανον
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που ηχεί σαν τύμπανο, που παράγει ήχο όμοιο με τον ήχο που παράγει το τύμπανοτυμπανικός ήχος» — ήχος μεταλλικής απήχησης αποδιδόμενος κατά την επίκρουση διαφόρων τμημάτων του σώματος τα οποία περικλείουν όργανα που περιέχουν αέρα, όπως λ.χ. είναι τα έντερα)
2. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τύμπανο του αφτιού (α. «τυμπανικός υμένας» β. «τυμπανικό νεύρο» γ. «τυμπανικό οστό»)
νεοελλ.-μσν.
μουσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τύμπανο
αρχ.
(για πρόσ.) ο υδρωπικός.