ὑψίτερος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έρα, -ον, Α [[ὕψι]]<br />(συγκριτ. [[βαθμός]]) υψηλότερος.
|mltxt=-έρα, -ον, Α [[ὕψι]]<br />(συγκριτ. [[βαθμός]]) υψηλότερος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίτερος:''' -α, -ον, επίθ. από συγκρ. του επιρρ. [[ὕψι]], υψηλότερος, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψίτερος Medium diacritics: ὑψίτερος Low diacritics: υψίτερος Capitals: ΥΨΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: hypsíteros Transliteration B: hypsiteros Transliteration C: ypsiteros Beta Code: u(yi/teros

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, Comp. of Adv. ὕψι,

   A loftier, δρύες Theoc.8.46.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ ἐπιρρ. ὕψι, ὑψηλότερος, δρύες Θεόκρ. 8. 46.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plus haut.
Étymologie: ὕψι.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α ὕψι
(συγκριτ. βαθμός) υψηλότερος.

Greek Monotonic

ὑψίτερος: -α, -ον, επίθ. από συγκρ. του επιρρ. ὕψι, υψηλότερος, σε Θεόκρ.