Τύριος: Difference between revisions
From LSJ
(42) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, Α [[Τύρος]]<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της πόλης Τύρου<br /><b>2.</b> αυτός που κατάγεται από την Τύρο<br /><b>3.</b> <b>ως προσηγ.</b> αυτός που προέρχεται από την Τύρο. | |mltxt=-ία, -ον, Α [[Τύρος]]<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της πόλης Τύρου<br /><b>2.</b> αυτός που κατάγεται από την Τύρο<br /><b>3.</b> <b>ως προσηγ.</b> αυτός που προέρχεται από την Τύρο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Τύριος:''' -α, -ον ([[Τύρος]]), αυτός που προέρχεται από την Τύρο, σε Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], α, ον,
A Tyrian, Hdt.2.112, etc.; πορφύρα PHolm.26.8,23.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Tyr, tyrien.
Étymologie: Τύρος.
English (Strong)
from Τύρος; a Tyrian, i.e. inhabitant of Tyrus: of Tyre.
English (Thayer)
Τύριου, ὁ, ἡ, a Tyrian, inhabitant of Tyre: Herodotus, others.))
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α Τύρος
1. κάτοικος της πόλης Τύρου
2. αυτός που κατάγεται από την Τύρο
3. ως προσηγ. αυτός που προέρχεται από την Τύρο.
Greek Monotonic
Τύριος: -α, -ον (Τύρος), αυτός που προέρχεται από την Τύρο, σε Ηρόδ. κ.λπ.