φωνάεις: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />(αιολ. και δωρ. τ.) <b>βλ.</b> [[φωνήεις]].
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />(αιολ. και δωρ. τ.) <b>βλ.</b> [[φωνήεις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φωνάεις:''' Δωρ. αντί [[φωνήεις]].
}}
}}

Revision as of 02:33, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνάεις Medium diacritics: φωνάεις Low diacritics: φωνάεις Capitals: ΦΩΝΑΕΙΣ
Transliteration A: phōnáeis Transliteration B: phōnaeis Transliteration C: fonaeis Beta Code: fwna/eis

English (LSJ)

   A v. φωνήεις.

German (Pape)

[Seite 1321] dor. = φωνήεις, aber auch in sp. Prosa, wie bei Plut. u. Ath. vorkommend, s. Lob. Phryn. 639.

Greek (Liddell-Scott)

φωνάεις: ἴδε ἐν λ. φωνήεις.

English (Slater)

φωνᾱεις
   1 having a voice, that speaks πολλά μοι βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν (O. 2.85) τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ (O. 9.2) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι speaking with immortal voice (I. 4.40)

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. φωνήεις.

Greek Monotonic

φωνάεις: Δωρ. αντί φωνήεις.