τατᾶ: Difference between revisions
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
(40) |
(2b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[τάτα]] και [[τέττα]] και [[τατί]] Α<br /><b>1.</b> [[προσφώνηση]] από έναν φίλο σε άλλον ή, κατ' άλλους, τιμητική [[προσφώνηση]] από νεώτερο σε μεγαλύτερο ή, κατ' άλλους, ο [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. [[τατί]]) [[προσφώνηση]] δούλου στην ερωμένη του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. υποκοριστικοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Ο τ. [[τατᾶ]] εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἄττα]], <i>πάππα</i>), εκφραστικό διπλασιασμό, και συνδέεται πιθ. με τα: λατ. <i>tata</i>, ρωσ. <i>tata</i>, αρχ. ινδ. <i>tata</i>-. Ο τ. [[τέττα]], με φωνηεντισμό -<i>ε</i>- και εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>τ</i>-, συνδέεται με τα λιθουαν. <i>t</i><i>ē</i><i>tis</i> «[[πατέρας]]», <i>teta</i> «[[θεία]]», αρχ. σλαβ. <i>teta</i> «[[θεία]]»]. | |mltxt=και [[τάτα]] και [[τέττα]] και [[τατί]] Α<br /><b>1.</b> [[προσφώνηση]] από έναν φίλο σε άλλον ή, κατ' άλλους, τιμητική [[προσφώνηση]] από νεώτερο σε μεγαλύτερο ή, κατ' άλλους, ο [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. [[τατί]]) [[προσφώνηση]] δούλου στην ερωμένη του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. υποκοριστικοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Ο τ. [[τατᾶ]] εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἄττα]], <i>πάππα</i>), εκφραστικό διπλασιασμό, και συνδέεται πιθ. με τα: λατ. <i>tata</i>, ρωσ. <i>tata</i>, αρχ. ινδ. <i>tata</i>-. Ο τ. [[τέττα]], με φωνηεντισμό -<i>ε</i>- και εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>τ</i>-, συνδέεται με τα λιθουαν. <i>t</i><i>ē</i><i>tis</i> «[[πατέρας]]», <i>teta</i> «[[θεία]]», αρχ. σλαβ. <i>teta</i> «[[θεία]]»]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τατᾶ''': {tatã}<br />'''Meaning''': Vok. [[Papachen]] (''AP'' 11, 67),<br />'''Derivative''': [[τατί]] Vok. [[Mütterchen]] (Herod. 5, 69); [[ταταλίζω]] [[mit τατα anreden]], [[schmeicheln]] (Herod.); zur λ-Erweiterung vgl. [[πυκταλίζω]] (: [[πύκτης]]) u.a.<br />'''Etymology''' : Lallwort wie lat. ''tata'', russ. ''táta'', aind. ''tatá''- m. [[Vater]] usw. usw.; daneben [[τέττα]] Vok. ib. (Δ 412) mit ''e''-Vokal wie lit. ''tė̃tis'', -''te'' ib., ''tetà'' [[Tante]], čech. ''teta'' ib. u.a. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 704, Pok. 1056 und in den betr. Spezialwörterbüchern. Vgl. [[ἄττα]] und [[πάππα]].<br />'''Page''' 2,860 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:57, 2 October 2019
English (LSJ)
voc.,
A daddy, AP11.67 (Myrin.): dub. cj. for ταῦτα in Thphr. Char.7.10.
Greek Monolingual
και τάτα και τέττα και τατί Α
1. προσφώνηση από έναν φίλο σε άλλον ή, κατ' άλλους, τιμητική προσφώνηση από νεώτερο σε μεγαλύτερο ή, κατ' άλλους, ο πατέρας
2. (μόνον ο τ. τατί) προσφώνηση δούλου στην ερωμένη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. υποκοριστικοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Ο τ. τατᾶ εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (πρβλ. ἄττα, πάππα), εκφραστικό διπλασιασμό, και συνδέεται πιθ. με τα: λατ. tata, ρωσ. tata, αρχ. ινδ. tata-. Ο τ. τέττα, με φωνηεντισμό -ε- και εκφραστικό διπλασιασμό του -τ-, συνδέεται με τα λιθουαν. tētis «πατέρας», teta «θεία», αρχ. σλαβ. teta «θεία»].
Frisk Etymology German
τατᾶ: {tatã}
Meaning: Vok. Papachen (AP 11, 67),
Derivative: τατί Vok. Mütterchen (Herod. 5, 69); ταταλίζω mit τατα anreden, schmeicheln (Herod.); zur λ-Erweiterung vgl. πυκταλίζω (: πύκτης) u.a.
Etymology : Lallwort wie lat. tata, russ. táta, aind. tatá- m. Vater usw. usw.; daneben τέττα Vok. ib. (Δ 412) mit e-Vokal wie lit. tė̃tis, -te ib., tetà Tante, čech. teta ib. u.a. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 704, Pok. 1056 und in den betr. Spezialwörterbüchern. Vgl. ἄττα und πάππα.
Page 2,860