τερμόνιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[τέρμων]], -<i>ονος</i>]<br />αυτός που βρίσκεται [[προς]] το [[τέρμα]], στο [[άκρο]] της γης, ο [[έσχατος]] («ἵκετο τερμόνιον πάγον», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=-ία, -ον, Α [[τέρμων]], -<i>ονος</i>]<br />αυτός που βρίσκεται [[προς]] το [[τέρμα]], στο [[άκρο]] της γης, ο [[έσχατος]] («ἵκετο τερμόνιον πάγον», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τερμόνιος:''' -α, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στο [[τέλος]] της γης, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερμόνιος Medium diacritics: τερμόνιος Low diacritics: τερμόνιος Capitals: ΤΕΡΜΟΝΙΟΣ
Transliteration A: termónios Transliteration B: termonios Transliteration C: termonios Beta Code: termo/nios

English (LSJ)

α, ον,

   A at the world's end, πάγος A.Pr.117 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1094] = τέρμιος; Aesch. πάγος, Prom. 117; τὸ τερμόνιον, Philodem. 12 (XI, 20), f. L. τερμόριον.

Greek (Liddell-Scott)

τερμόνιος: -α, -ον, ὁ πρὸς τὸ τέλος τῆς γῆς, ἵκετο τερμόνιον ἐπὶ πάγον Αἰσχύλ. Πρ. 117.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est à l’extrémité.
Étymologie: τέρμων.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α τέρμων, -ονος]
αυτός που βρίσκεται προς το τέρμα, στο άκρο της γης, ο έσχατος («ἵκετο τερμόνιον πάγον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

τερμόνιος: -α, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στο τέλος της γης, σε Αισχύλ.