τανυγλώχις: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(40) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή [[τανυγλώχιν]], -ινος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει επιμήκη και [[οξεία]] [[αιχμή]], ο πολύ [[αιχμηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο επίθ. <i>τανύς</i>, <b>βλ. λ.</b> [[τείνω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>γλωχίς</i> / [[γλωχίν]] «[[αιχμή]], [[μύτη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>γλώχιν</i>). Για το θ. του α' συνθετικού βλ, και λ. [[τάνυμαι]]. | |mltxt=ή [[τανυγλώχιν]], -ινος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει επιμήκη και [[οξεία]] [[αιχμή]], ο πολύ [[αιχμηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο επίθ. <i>τανύς</i>, <b>βλ. λ.</b> [[τείνω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>γλωχίς</i> / [[γλωχίν]] «[[αιχμή]], [[μύτη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>γλώχιν</i>). Για το θ. του α' συνθετικού βλ, και λ. [[τάνυμαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰνυγλώχῑς:''' -ῑνος, ὁ, ἡ ([[τανύω]]), αυτός που έχει μακριές ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ῑνος, ὁ, ἡ,
A with long point, ὀϊστοί Il.8.297, Simon.106, Q.S.6.463.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνυγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ ὀξείας ἀκίδας, ὀϊστοὶ Ἰλ. Θ. 297, Σιμωνίδ. 111 Β_k.
Greek Monolingual
ή τανυγλώχιν, -ινος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυ-γλώχιν). Για το θ. του α' συνθετικού βλ, και λ. τάνυμαι.
Greek Monotonic
τᾰνυγλώχῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ (τανύω), αυτός που έχει μακριές ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.