3,274,921
edits
(40) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τεκμηριῶ, -όω, ΝΜΑ, και μέσ. | |mltxt=τεκμηριῶ, -όω, ΝΜΑ, και μέσ. τεκμηριοῦμαι, -όομαι, ΜΑ [[τεκμήριον]]<br />[[αποδεικνύω]] με τεκμήρια, [[στηρίζω]] [[άποψη]] σε [[τεκμήριο]] (α. «δεν τεκμηρίωσε ικανοποιητικά την άποψή του» β. «τεκμηριοῑ δὲ [[μάλιστα]] [[Ὅμηρος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το γ' εν. πρόσ. ενεστ.) <i>τεκμηριώνεται</i><br />συνάγεται ως [[συμπέρασμα]], συμπεραίνεται βάσει τεκμηρίων<br /><b>μσν.</b><br />[[τεκμαίρομαι]], [[συμπεραίνω]], [[εικάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάνω]] [[διάγνωση]] νόσου με [[βάση]] ορισμένα συμπτώματα. | ||
}} | }} |