υγροφυής: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός ο [[οποίος]] από την [[φύση]] του [[είναι]] [[μαλακός]], [[εύκαμπτος]] («[[παρθένος]] [[ὑγροφυής]] καὶ τρυφερά», Σχόλ. Θεοκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑγροφυῶς</i> Α<br />με μαλακή, εύκαμπτη [[σύσταση]] («τὰ ὀστᾱ ὑγροφυῶς λογίζεσθαι», Αρισταίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]], μέσω ενός ουδ. [[φύος]]), <b>πρβλ.</b> <i>σκληρο</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός ο [[οποίος]] από την [[φύση]] του [[είναι]] [[μαλακός]], [[εύκαμπτος]] («[[παρθένος]] [[ὑγροφυής]] καὶ τρυφερά», Σχόλ. Θεοκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑγροφυῶς</i> Α<br />με μαλακή, εύκαμπτη [[σύσταση]] («τὰ ὀστᾱ ὑγροφυῶς λογίζεσθαι», Αρισταίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]], μέσω ενός ουδ. [[φύος]]), [[πρβλ]]. [[σκληροφυής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός ο οποίος από την φύση του είναι μαλακός, εύκαμπτοςπαρθένος ὑγροφυής καὶ τρυφερά», Σχόλ. Θεοκρ.).
επίρρ...
ὑγροφυῶς Α
με μαλακή, εύκαμπτη σύσταση («τὰ ὀστᾱ ὑγροφυῶς λογίζεσθαι», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φυής (< φύω, φύομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. σκληροφυής].