φωνίς: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(45)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fonis
|Transliteration C=fonis
|Beta Code=fwni/s
|Beta Code=fwni/s
|Definition=ίδος, ἡ, = foreg., Hdn.Gr.<span class="bibl">1.94</span>, <span class="bibl">2.859</span>.
|Definition=ίδος, ἡ, = [[φωνίον]] (quiet [[voice]]), Hdn. ''Gr.'' 1.94, 2.859.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ, και [[φωνίδα]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μετρολ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της μονάδας φων<br /><b>αρχ.</b><br />[[φωνίον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i> / -<i>ίδα</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>phone</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ, και [[φωνίδα]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μετρολ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της μονάδας φων<br /><b>αρχ.</b><br />[[φωνίον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i> / -<i>ίδα</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>phone</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
}}
}}

Revision as of 20:21, 18 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνίς Medium diacritics: φωνίς Low diacritics: φωνίς Capitals: ΦΩΝΙΣ
Transliteration A: phōnís Transliteration B: phōnis Transliteration C: fonis Beta Code: fwni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, = φωνίον (quiet voice), Hdn. Gr. 1.94, 2.859.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ, και φωνίδα Ν
νεοελλ.
μετρολ. άλλη ονομασία της μονάδας φων
αρχ.
φωνίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς / -ίδα). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phone (< φωνή)].