άργιλος: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α ἄργιλος κ. -ιλλος)<br />[[τύπος]] χωμάτων ή πετρωμάτων που αποτελούνται από κόκκους με διάμετρο μικρότερη από 0, 002 χιλιοστόμετρα (κεραμεική [[άργιλος]], αργιλικοί σχιστόλιθοι, ιλυόλιθοι <b>κ.λπ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται πιθ. με το [[αργός]] (Ι) και ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>ī</i><i>lo</i> -, που [[είναι]] της τεχνικής [[κυρίως]] ορολογίας ή της καθημερινής γλώσσας (<b>πρβλ.</b> <i>όμιλος</i>, [[στρόβιλος]] <b>κ.ά.</b>). Το λατ. <i>argilla</i> [[είναι]] [[δάνειο]] απ' την ελλ. [[λέξη]]].
|mltxt=η (Α ἄργιλος κ. -ιλλος)<br />[[τύπος]] χωμάτων ή πετρωμάτων που αποτελούνται από κόκκους με διάμετρο μικρότερη από 0, 002 χιλιοστόμετρα (κεραμεική [[άργιλος]], αργιλικοί σχιστόλιθοι, ιλυόλιθοι <b>κ.λπ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. συνδέεται πιθ. με το [[αργός]] (Ι) και ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>ī</i><i>lo</i> -, που [[είναι]] της τεχνικής [[κυρίως]] ορολογίας ή της καθημερινής γλώσσας (<b>πρβλ.</b> <i>όμιλος</i>, [[στρόβιλος]] <b>κ.ά.</b>). Το λατ. <i>argilla</i> [[είναι]] [[δάνειο]] απ' την ελλ. [[λέξη]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἄργιλος κ. -ιλλος)
τύπος χωμάτων ή πετρωμάτων που αποτελούνται από κόκκους με διάμετρο μικρότερη από 0, 002 χιλιοστόμετρα (κεραμεική άργιλος, αργιλικοί σχιστόλιθοι, ιλυόλιθοι κ.λπ.)
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. συνδέεται πιθ. με το αργός (Ι) και ανήκει στις λέξεις με επίθημα -īlo -, που είναι της τεχνικής κυρίως ορολογίας ή της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. όμιλος, στρόβιλος κ.ά.). Το λατ. argilla είναι δάνειο απ' την ελλ. λέξη].