αερόφρενο: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το <b>τεχνολ.</b><br />[[σύστημα]] πεδήσεως οχημάτων (τραίνων, φορτηγών αυτοκινήτων, λεωφορείων), που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[φρένο]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>aerofrein</i>, νόθο σύνθ. <span style="color: red;"><</span> ελλ. λ. <i>αήρ</i> <span style="color: red;">+</span> λατ. λ. <i>frenum</i> (= [[χαλινάρι]])].
|mltxt=το <b>τεχνολ.</b><br />[[σύστημα]] πεδήσεως οχημάτων (τραίνων, φορτηγών αυτοκινήτων, λεωφορείων), που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[φρένο]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>aerofrein</i>, νόθο σύνθ. <span style="color: red;"><</span> ελλ. λ. <i>αήρ</i> <span style="color: red;">+</span> λατ. λ. <i>frenum</i> (= [[χαλινάρι]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:31, 29 December 2020

Greek Monolingual

το τεχνολ.
σύστημα πεδήσεως οχημάτων (τραίνων, φορτηγών αυτοκινήτων, λεωφορείων), που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + φρένο
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. aerofrein, νόθο σύνθ. < ελλ. λ. αήρ + λατ. λ. frenum (= χαλινάρι)].