ακουαμαρίνα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή ακουαμαρίνης <b>(Ορυκτολ.)</b><br />[[ορυκτό]] με χημικό τύπο Al<sub>2</sub>Be<sub>3</sub> (Si<sub>6</sub>O<sub>18</sub>) που [[είναι]] [[ποικιλία]] της βηρύλλου με απαλό γαλάζιο έως γαλαζοπράσινο [[χρώμα]]. Αποτελεί ημιπολύτιμο έως πολύτιμο λίθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>aquamarine</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>aqua marina</i> «θαλασσινό [[νερό]]»].
|mltxt=ή ακουαμαρίνης <b>(Ορυκτολ.)</b><br />[[ορυκτό]] με χημικό τύπο Al<sub>2</sub>Be<sub>3</sub> (Si<sub>6</sub>O<sub>18</sub>) που [[είναι]] [[ποικιλία]] της βηρύλλου με απαλό γαλάζιο έως γαλαζοπράσινο [[χρώμα]]. Αποτελεί ημιπολύτιμο έως πολύτιμο λίθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>aquamarine</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>aqua marina</i> «θαλασσινό [[νερό]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ή ακουαμαρίνης (Ορυκτολ.)
ορυκτό με χημικό τύπο Al2Be3 (Si6O18) που είναι ποικιλία της βηρύλλου με απαλό γαλάζιο έως γαλαζοπράσινο χρώμα. Αποτελεί ημιπολύτιμο έως πολύτιμο λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aquamarine < λατ. aqua marina «θαλασσινό νερό»].