ἄγγελος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(2) |
(1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄγγελος:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[αγγελιαφόρος]], [[απεσταλμένος]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που ανακοινώνει, σηματοδοτεί, λέγεται για τα πουλιά της οιωνοσκοπίας, σε Ομήρ. Ιλ.· Μουσῶν [[ἄγγελος]], λέγεται για έναν ποιητή, σε Θέογν.· Διὸς [[ἄγγελος]], λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Σοφ.· με γεν. πράγμ., [[ἄγγελος]] κακῶν ἐμῶν, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[θεϊκός]] [[απεσταλμένος]], [[άγγελος]] ([[πνεύμα]]), σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἄγγελος:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[αγγελιαφόρος]], [[απεσταλμένος]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που ανακοινώνει, σηματοδοτεί, λέγεται για τα πουλιά της οιωνοσκοπίας, σε Ομήρ. Ιλ.· Μουσῶν [[ἄγγελος]], λέγεται για έναν ποιητή, σε Θέογν.· Διὸς [[ἄγγελος]], λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Σοφ.· με γεν. πράγμ., [[ἄγγελος]] κακῶν ἐμῶν, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[θεϊκός]] [[απεσταλμένος]], [[άγγελος]] ([[πνεύμα]]), σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄγγελος:''' ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> вестник, посланец, гонец Hom., Her., Trag.: ἄ. τινος Soph. вестник чей-л. или чего-л.; λευκαὶ ἔθειραι, συνετῆς ἄγγελοι ἡλικίης Anth. седые волосы, вестники сознательного возраста;<br /><b class="num">2)</b> весть, известие, сообщение Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> ангел NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A messenger, envoy, Il.2.26, etc.; δι' ἀγγέλων ὁμιλέειν τινί Hdt.5.92.ζ, cf. SIG229.25 (Erythrae):— prov., Ἀράβιος ἄ., of a loquacious person, Men.32. 2 generally, one that announces or tells, e.g. of birds of augury, Il.24.292,296; Μουσῶν ἄγγελος, of a poet, Thgn.769; ἄγγελε ἔαρος . . χελιδοῖ Simon.74; ἄ. ἄφθογγος, of a beacon, Thgn.549; of the nightingale, ὄρνις . . Διὸς ἄ. S.El.149: c. gen. rei, ἄ. κακῶν ἐμῶν Id.Ant.277; ἄγγελον γλῶσσαν λόγων E.Supp.203; αἴσθησις ἡμῖν ἄ. Plot.5.3.3; neut. pl., ἄγγελα νίκης Nonn.D.34.226. 3 angel, LXX Ge.28.12, al., Ev.Matt.1.24, al., Ph.2.604, etc. 4 in later philos., semi-divine being, ἡλιακοὶ ἄ. Jul.Or.4.141b, cf. Iamb.Myst.2.6, Procl. in R.2.243 K.; ἄ. καὶ ἀρχάγγελοι Theol.Ar.43.10, cf. Dam.Pr.183, al.: also in mystical and magical writings, Herm. ap. Stob.1.49.45, PMag.Lond.46.121, etc. II title of Artemis at Syracuse, Hsch.
German (Pape)
[Seite 10] ὁ, auch fem. von der Iris, Il. 2, 786 und öfter, 1) der Bote, Gesandte, oft bei Hom. u. Tragg. und in Prosa, bes. oft πέμπειν, ἐλθεῖν. Auch Vögel, deren Flug vorbedeutend war, Il. 24, 292. 296; übrtr. λευκαὶ ἔθειραι συνετῆς ἄγγελοι ἡλικίης Philod. 14 (XI, 41); vgl. Leon. Tar. 41 (Plan. 182). – 2) die Botschaft, die Benachrichtigung, Pol. 1, 72, 4. – 3) im N. T. u. K. S. Engel.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγγελος: ὁ, ἡ, ἀγγελιαφόρος, Ὅμ. Ἡρ., δι’ ἀγγέλων ὁμιλέειν τινί, Ἡρόδ. 5. 92, 6, πρβλ. 1. 99. 2) καθόλου, ὁ ἀναγγέλλων ἢ λέγων τι, οὕτως ἐπὶ πτηνῶν προοιωνιζόντων τι οἰωνόν, Ἰλ. Ω, 292, 296· Μουσῶν ἄγγελος, ἐπὶ ποιητοῦ, Θέογν. 769, ὄρνις ... Διὸς ἄγγ., περὶ ἀηδόνος, Σοφ. Ἠλ. 149· μ. γεν. πράγ., ἄγγ. κακῶν ἐμῶν, ὁ αὐτ. Ἀντ. 277· ἄγγελον γλῶσσαν λόγων, Εὐρ. Ἱκ. 203. 3) ἄγγελος (πνεῦμα), Ἑβδ., Κ. Δ. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. nuntius, τὸ ἄγγελμα, ἡ εἴδησις, τὰ νέα, Πολύβ. 1. 72, 4, (ἴσως συγγ. τῷ ἄγγαρος καὶ τῷ Σανσκρ. angiras, ὡς τὸ πολὺς εἶναι συγγ. τῷ Σανσκρ. purus).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 messager, messagère;
2 en poésie et en prose ion. envoyé, député;
3 postér. messager de Dieu, ange.
Étymologie: DELG emprunt oriental obscur.
English (Autenrieth)
messenger; common phrase, ἦλθέ τινι, Il. 11.715; Ὄσσα Διὸς ἄγγελος, Il. 2.94; also of birds, Od. 15.526.
English (Slater)
ἄγγελος (-ος, -ον; -οι, -ων.)
1 messenger ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν (sc. Ὅμηρος.) (P. 4.278) παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν (N. 1.59) ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος ἄγγελος ἔβαν (N. 6.57) ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες (Pae. 6.101) fig. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾶν (sc. Αἰνέας, the chorus leader.) (O. 6.90)
English (Abbott-Smith)
ἄγγελος, -ου, ὁ, [in LXX chiefly for מַלְאָךְ;]
1.a messenger, one sent: Mt 11:10, Ja 22:25.
2.As in LXX, in the special sense of angel, a spiritual, heavenly being, attendant upon God and employed as his messenger to men, to make known his purposes, as Lk 1:11, or to execute them, as Mt 4:6. The ἄ. in Re 1:20-2:1, al., is variously understood as
(1)a messenger or delegate,
(2)a bishop or ruler,
(3)a guardian angel,
(4)the prevailing spirit of each church, i.e. the Church itself. (Cf. Swete, Ap)., in l.; DB, iv, 991; Thayer, s.v.; Cremer, 18; MM, VGT, s.v.)
English (Strong)
from aggello (probably derived from ἄγω; compare ἀγέλη) (to bring tidings); a messenger; especially an "angel"; by implication, a pastor: angel, messenger.
English (Thayer)
(ἄγγος) (εος, τό (plural ἄγγη), equivalent to ἀγγεῖον, which see: T Tr WH. (From Homer down; (cf. Rutherford, New Phryn., p. 23).)
Greek Monotonic
ἄγγελος: ὁ, ἡ,
1. αγγελιαφόρος, απεσταλμένος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
2. γενικά, αυτός που ανακοινώνει, σηματοδοτεί, λέγεται για τα πουλιά της οιωνοσκοπίας, σε Ομήρ. Ιλ.· Μουσῶν ἄγγελος, λέγεται για έναν ποιητή, σε Θέογν.· Διὸς ἄγγελος, λέγεται για το αηδόνι, σε Σοφ.· με γεν. πράγμ., ἄγγελος κακῶν ἐμῶν, στον ίδ.
3. θεϊκός απεσταλμένος, άγγελος (πνεύμα), σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἄγγελος: ὁ и ἡ
1) вестник, посланец, гонец Hom., Her., Trag.: ἄ. τινος Soph. вестник чей-л. или чего-л.; λευκαὶ ἔθειραι, συνετῆς ἄγγελοι ἡλικίης Anth. седые волосы, вестники сознательного возраста;
2) весть, известие, сообщение Polyb.;
3) ангел NT.