ἄδμητος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄδμητος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> ποιητ. αντί [[ἀδάματος]]· στον Όμηρ. μόνο σε θηλ. και μόνο για ζώα, [[αχαλιναγώγητος]], [[αδάμαστος]]· <i>βοῦν ἀδμήτην</i>, ἣν [[οὔπω]] ὑπὸ [[ζυγόν]], ἤγαγεν [[ἀνήρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἀδμής]], λέγεται για νεαρές παρθένους, ανύπαντρη, άγαμη, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἄδμητος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> ποιητ. αντί [[ἀδάματος]]· στον Όμηρ. μόνο σε θηλ. και μόνο για ζώα, [[αχαλιναγώγητος]], [[αδάμαστος]]· <i>βοῦν ἀδμήτην</i>, ἣν [[οὔπω]] ὑπὸ [[ζυγόν]], ἤγαγεν [[ἀνήρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἀδμής]], λέγεται για νεαρές παρθένους, ανύπαντρη, άγαμη, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄδμητος:''' (только f)<br /><b class="num">1)</b> неприрученный, неукрощенный ([[βοῦς]], [[ἵππος]], ἡμίος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> девственная, незамужняя ([[παρθένος]] HH, Aesch.; [[Ἄρτεμις]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδμητος Medium diacritics: ἄδμητος Low diacritics: άδμητος Capitals: ΑΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: ádmētos Transliteration B: admētos Transliteration C: admitos Beta Code: a)/dmhtos

English (LSJ)

η, ον, poet. for ἀδάματος, in Hom. only in fem. and of cattle,

   A unbroken, βοῦν ἦνιν . . ἀδμήτην, ἣν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ Il.10.293, Od.3.383; ἵππον . . ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266; ἡμίονον ib.655.    2 unwedded, of maidens, παρθένῳ ἀδμήτῃ h.Ven.82, cf. 133, A.Supp.149; of Artemis, τὰν αἰὲν ἀδμήταν S.El.1239 (lyr.); of Atalanta, τῆς πρόσθεν ἀ. Id.OC1321.

German (Pape)

[Seite 36] η, ον, dasselbe, Hom. nur accus. sing. fem., ἡμίονος Il. 23, 655, βοῦς 10, 293 Od. 3, 383, ἵππος Iliad. 23, 266; unvermählt, Aesch. Suppl. 140; Ἄρτεμις Soph. El. 1231 O. C. 1323.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδμητος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀδάματος, παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ θηλ. καὶ ἐπὶ κτηνῶν, ἀδάμαστος, βοῦν ἦνιν ... ἀδμήτην, ἣν οὔπω ὑπὸ ζυγόν ἤγαγεν ἀνήρ, Ἰλ. Κ. 293, Ὀδ. Γ. 383· ἵππον ... ἑξέτε ‘ἀδμήτην, βρέφος ... κυέουσαν, Ἰλ. Ψ. 266· ἡμίονον ... ἑξέτε’ ἀδμήτην, ἥ τ’ ἀλγίστη δαμάσασθαι, αὐτόθι 655. 2) ὡς τὸ ἀδμής, ἀνύπανδρος, ἐπὶ νεανίδων, παρθένῳ ἀδμήτῃ, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 82· πρβλ. 133, Αἰσχύλ. Ἱκ. 149· περὶ τῆς Ἀρτέμιδος· τὰν αἰὲν ἀδμήταν, Σοφ. Ἠλ. 1239, περὶ τῆς Ἀταλάντης, τῆς πρόσθεν ἀδμήτης, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1321. ΙΙ. Ἄδμητος, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα, Ὅμ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 indompté;
2 vierge.
Étymologie: ἀ, δάμνημι.

English (Autenrieth)

unbroken, not yet brought under the yoke.

Greek Monotonic

ἄδμητος: -η, -ον,
1. ποιητ. αντί ἀδάματος· στον Όμηρ. μόνο σε θηλ. και μόνο για ζώα, αχαλιναγώγητος, αδάμαστος· βοῦν ἀδμήτην, ἣν οὔπω ὑπὸ ζυγόν, ἤγαγεν ἀνήρ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην, στον ίδ.
2. όπως το ἀδμής, λέγεται για νεαρές παρθένους, ανύπαντρη, άγαμη, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἄδμητος: (только f)
1) неприрученный, неукрощенный (βοῦς, ἵππος, ἡμίος Hom.);
2) девственная, незамужняя (παρθένος HH, Aesch.; Ἄρτεμις Soph.).