ἀγκυλοχείλης: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγκῠλοχείλης:''' -ου, ὁ ([[χεῖλος]]), αυτός που έχει κυρτό [[ράμφος]], γαμψή [[μύτη]]· [[αἰετός]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>αἰγυπιοί</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀγκῠλοχείλης:''' -ου, ὁ ([[χεῖλος]]), αυτός που έχει κυρτό [[ράμφος]], γαμψή [[μύτη]]· [[αἰετός]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>αἰγυπιοί</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγκῠλοχείλης:''' с крючковатым клювом ([[αἰετός]], αἰγυπιοί Hom., Hes., Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκῠλοχείλης Medium diacritics: ἀγκυλοχείλης Low diacritics: αγκυλοχείλης Capitals: ΑΓΚΥΛΟΧΕΙΛΗΣ
Transliteration A: ankylocheílēs Transliteration B: ankylocheilēs Transliteration C: agkylocheilis Beta Code: a)gkuloxei/lhs

English (LSJ)

ον, ὁ, (χεῖλος)

   A with hooked beak, αἰετός Od.19.538, AP6.229 (Crin.); αἰγυπιοί Il.16.428, Hes.Sc.405, Batr. 294. (Perh. -χήλης shd. always be read.)

German (Pape)

[Seite 15] ὁ, krummschnabelig, Geier u. Adler, Hom.; Hes. Sc. 405 (vgl. Ar. Eq. 204). Bei Crinag. 5 (VI, 229) kann ἀγκυλόχειλος nur der gen. sein, wenn die Lesart richtig.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
au bec recourbé.
Étymologie: ἀγκύλος, χεῖλος.

English (Autenrieth)

(χεῖλος): with crooked beak.

Spanish (DGE)

(ἀγκῠλοχείλης) -ου
1 de pico corvo αἰγυπιοί Il.16.428, Od.22.302, αἰετός Od.19.538, AP 6.229 (Crin.).
2 de cangrejos de curvas pinzas, Batr.294 (cf. ἀγκυλοχήλης).

Greek Monotonic

ἀγκῠλοχείλης: -ου, ὁ (χεῖλος), αυτός που έχει κυρτό ράμφος, γαμψή μύτη· αἰετός, σε Ομήρ. Οδ.· αἰγυπιοί, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκῠλοχείλης: с крючковатым клювом (αἰετός, αἰγυπιοί Hom., Hes., Anth.).