ἄκρον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκρον:''' -ου, τό (ουδ. του [[ἄκρος]]),<br /><b class="num">I.</b> το υψηλότερο ή απώτατο [[σημείο]]·<br /><b class="num">1.</b> [[βουνοκορφή]], [[κορυφή]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακρωτήρι]], [[αιγιαλός]], παράκτια [[έκταση]], [[κάβος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τέλος]], [[τέρμα]], [[εσχατιά]], έπακρον, σε Πλάτ.· [[ἄκρα]] [[χειρῶν]], τα χέρια, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., ύψιστος [[βαθμός]], ύψος, σε Πίνδ.· εἰς [[ἄκρον]], υπερβολικά, σε Θεόκρ.· τὰ [[ἄκρα]] τοῖς ἄκροις ἀποδιδόναι, τις υψηλές θέσεις, αξιώματα στους υψίστους άνδρες, σε Πλάτ.· [[ἄκρα]] φέρεσθαι, για να κερδηθεί το [[βραβείο]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, Ἄργεος [[ἄκρα]], οι πιο αρχαίοι, παλαιοί άρχοντες του Άργους, στον ίδ.
|lsmtext='''ἄκρον:''' -ου, τό (ουδ. του [[ἄκρος]]),<br /><b class="num">I.</b> το υψηλότερο ή απώτατο [[σημείο]]·<br /><b class="num">1.</b> [[βουνοκορφή]], [[κορυφή]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακρωτήρι]], [[αιγιαλός]], παράκτια [[έκταση]], [[κάβος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τέλος]], [[τέρμα]], [[εσχατιά]], έπακρον, σε Πλάτ.· [[ἄκρα]] [[χειρῶν]], τα χέρια, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., ύψιστος [[βαθμός]], ύψος, σε Πίνδ.· εἰς [[ἄκρον]], υπερβολικά, σε Θεόκρ.· τὰ [[ἄκρα]] τοῖς ἄκροις ἀποδιδόναι, τις υψηλές θέσεις, αξιώματα στους υψίστους άνδρες, σε Πλάτ.· [[ἄκρα]] φέρεσθαι, για να κερδηθεί το [[βραβείο]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, Ἄργεος [[ἄκρα]], οι πιο αρχαίοι, παλαιοί άρχοντες του Άργους, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκρον:''' <b class="num">I</b> τό<br /><b class="num">1)</b> вершина (Ἴδης Hom.; τὰ τῶν Ἄλπεων [[ἄκρα]] Polyb.): τὰ [[ἄκρα]] τῆς Εὐβοίης Her. (на)горная часть Эвбеи;<br /><b class="num">2)</b> перен. верх, высшая степень (πανδοξίας Pind.): πρὸς ἄκρῳ [[γενέσθαι]] или ἐπ᾽ ἄ. [[ἀφικέσθαι]] Plat. достигнуть вершины, перен. предела; εἰς ἄ. Theocr. в высшей степени; [[ἄκρα]] φέρεσθαι Theocr. получить высшую награду;<br /><b class="num">3)</b> высшая власть (Ἄργεος [[ἄκρα]] Theocr.);<br /><b class="num">4)</b> мыс ([[Σούνιον]] ἄ. Hom.);<br /><b class="num">5)</b> край, конец, предел: τὰ [[ἄκρα]] τῆς θαλάσσης Plat. поверхность моря; [[χειρῶν]] ἀκρα Luc. кисти рук; τὰ τῆς Ἑλλάδος [[ἄκρα]] Polyb. границы Греции;<br /><b class="num">6)</b> лог. крайняя, т. е. большая или малая посылка силлогизма Arst.<br /><b class="num">II</b> adv. сверху, поверх: ἄ. ἐπὶ ῥηγμῖνος [[ἁλός]] Hom. по гребням волн.
}}
}}

Revision as of 15:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκρον Medium diacritics: ἄκρον Low diacritics: άκρον Capitals: ΑΚΡΟΝ
Transliteration A: ákron Transliteration B: akron Transliteration C: akron Beta Code: a)/kron

English (LSJ)

ου, τό, (neut. of ἄκρος)

   A like ἄκρα, highest or farthest point:    1 mountain top, peak, Γάργαρον ἄκρον Ἴδης Il.14.292; ἄκρον ὑπερβαλέειν Od.11.597; τὰ ἄκρα heights, Hdt.6.100, Pl.Criti. 110e, etc.    b ἄκρα νάων ships' tops, Alc.Supp.12.9.    2 headland, cape, Σούνιον ἄκρον Ἀθηνέων Od.3.278.    3 end, extremity, τὰ ἄ. τῆς θαλάσσης, [τοῦἀέρος], Pl.Phd. 109d, 109e; ἄκρα χειρῶν hands, Luc. Im.6; ἐξ ἄκρων at the end, Ar.Fr.29; ἐξ ἄκρου Com.Adesp.398; ἐπ' ἄκροις Pl.Sph.220d:—border, frontier, Plb.1.42.2.    II metaph., highest pitch, height, πανδοξίας ἄκρον Pi.N.1.11; εἰς ἄκρον ἀνδρείας ἱκέσθαι to highest pitch, Simon.58; εἰς ἄκρον ἁδύς exceedingly, Theoc. 14.61; ἐπ' ἄκρον ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν, Pl.Plt.268e, Ti.20a; πρὸς ἄκρῳ γενέσθαι Id.Phdr.247b; ἄκρον ἔχων σοφίης Epigr.Gr.442 (Nabataea); ἄκρον ἐρώτων εἰδότος, ἄκρα μάχας AP7.448 (Leon.):—ἄκρα, τά, heights, highest point, οὔτοι ποθ' ἥξει (sic) τῶν ἄκρων ἄνευ πόνου S.Fr.397; ἄκρα φέρεσθαι win prize, Theoc.12.31; ἄκρα φέρουσ' ἀρετῆς ὑμῖν Epigr.Gr. 224.2 (Samos).    2 of persons, Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί pride of Argos, Theoc.15.142.    III δρυὸς ἄκρα, = ἀκρόδρυα, ib.112.    IV in Logic of Arist. τὰ ἄκρα are major and minor terms of syllogism, opp. to μέσον or middle, APr.25b36, al.    V extremes in a proportion, Id.EN1133b2.

German (Pape)

[Seite 84] τό, s. ἄκρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρον: -ου, τό, (οὐδέτ. τοῦ ἄκρος) ὡς τὸ ἄκρα = τὸ ὕψιστον ἢ ἀπώτατον σημεῖον: 1) κορυφὴ ὄρους, Γάργαρον, ἄκρον Ἴδης, Ἰλ. Ξ. 292˙ ἄκρον ὑπερβαλέειν, Ὀδ. Λ. 597˙ τὰ ἄκρα, τὰ ὕψη, Ἡρόδ. 6. 100, Πλάτ., κτλ. 2) ἄκρα γῆς, ἀκρωτήριον, Σούνιον ἄκρον Ἀθηνῶν, Ὀδ. Γ. 278˙ 3) τέλος, ἔσχατον μέρος, ἐσχατιά, τὰ ἄ. τῆς θαλάσσης, Πλάτ. Φαίδων 109D. ἄκρα χειρῶν, αἱ χεῖρες, Λουκ. Εἰκ. 6˙ ἐξ ἄκρων, κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 94˙ ἐξ ἄκρου, Κωμ. Ἀνώνυμ. παρὰ Mein. 4, σ. 633˙ ἐπ’ ἄκρης, Πλάτ. Σοφ. 220D: - σύνορα, ὅρια, Πολύβ. 1. 42. 2. ΙΙ. μεταφ., ὁ ὕψιστος βαθμός, τὸ ὕψος, πανδοξίας ἄκρον, Πινδ. Ν. 1. 14˙ εἰς ἄκρον ἱκέσθαι, εἰς τὸ ὕψιστον σημεῖον, Σιμων. 58˙ εἰς ἄκρον ἁδύς, ὑπερβαλλόντως ἡδύς, Θεόκρ. 14. 61˙ ἐπ’ ἄκρον ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν, Πλάτ. Πολιτικ. 268Ε, Τίμ. 20Α˙ πρὸς ἄκρῳ γενέσθαι, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 247Β˙ ἄκρα, τά, τὰ ὕψη, τὰ ὕψιστα σημεῖα, οὔτοι ποθ’ ἅψει τῶν ἄκρων ἄνευ πόνου, Σοφ. Ἀποσπ. 463˙ τὰ ἄκρα τοῖς ἄκροις ἀποδιδόναι, τὰς ὑψίστας θέσεις εἰς τοὺς ὑψίστους ἄνδρας, Πλάτ. Πολ. 478Ε˙ ἄκρα φέρεσθαι, τυγχάνειν τοῦ βραβείου, Θεόκρ. 12, 31. 2) ἐπὶ προσώπων, Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί, οἱ ἀρχαιότατοι δεσπόται καὶ ἄρχοντες τοῦ Ἄργους, Θεόκρ. 15. 142˙ ἴδε Valck. Ἄδων. σ. 414. ΙΙΙ. δρυὸς ἄκρα, ἴδε ἐν λ. ἀκρόδρυα. ΙV. ἐν τῇ λογ. τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ ἄκρα εἶναι ἡ μείζων καὶ ἐλάσσων πρότασις τοῦ συλλογισμοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν μέσον ὅρον ἢ πρότασιν, πρβλ. μέσος ΙΙΙ. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
v. ἄκρος.

English (Autenrieth)

subst.: point, promontory, summit.—Adv., see ἄκρος.

English (Strong)

neuter of an adjective probably akin to the base of ἀκμήν; the extremity: one endother, tip, top, uttermost participle.

Greek Monolingual

το (Α ἄκρον)
βλ. άκρο.

Greek Monotonic

ἄκρον: -ου, τό (ουδ. του ἄκρος),
I. το υψηλότερο ή απώτατο σημείο·
1. βουνοκορφή, κορυφή, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. ακρωτήρι, αιγιαλός, παράκτια έκταση, κάβος, σε Ομήρ. Οδ.
3. τέλος, τέρμα, εσχατιά, έπακρον, σε Πλάτ.· ἄκρα χειρῶν, τα χέρια, σε Λουκ.
II. 1. μεταφ., ύψιστος βαθμός, ύψος, σε Πίνδ.· εἰς ἄκρον, υπερβολικά, σε Θεόκρ.· τὰ ἄκρα τοῖς ἄκροις ἀποδιδόναι, τις υψηλές θέσεις, αξιώματα στους υψίστους άνδρες, σε Πλάτ.· ἄκρα φέρεσθαι, για να κερδηθεί το βραβείο, σε Θεόκρ.
2. λέγεται για πρόσωπα, Ἄργεος ἄκρα, οι πιο αρχαίοι, παλαιοί άρχοντες του Άργους, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκρον: I τό
1) вершина (Ἴδης Hom.; τὰ τῶν Ἄλπεων ἄκρα Polyb.): τὰ ἄκρα τῆς Εὐβοίης Her. (на)горная часть Эвбеи;
2) перен. верх, высшая степень (πανδοξίας Pind.): πρὸς ἄκρῳ γενέσθαι или ἐπ᾽ ἄ. ἀφικέσθαι Plat. достигнуть вершины, перен. предела; εἰς ἄ. Theocr. в высшей степени; ἄκρα φέρεσθαι Theocr. получить высшую награду;
3) высшая власть (Ἄργεος ἄκρα Theocr.);
4) мыс (Σούνιον ἄ. Hom.);
5) край, конец, предел: τὰ ἄκρα τῆς θαλάσσης Plat. поверхность моря; χειρῶν ἀκρα Luc. кисти рук; τὰ τῆς Ἑλλάδος ἄκρα Polyb. границы Греции;
6) лог. крайняя, т. е. большая или малая посылка силлогизма Arst.
II adv. сверху, поверх: ἄ. ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλός Hom. по гребням волн.