ἀμήνιτος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμήνῑτος:''' -ον ([[μηνίω]]), [[χωρίς]] [[οργή]] ή θυμό, σε Ηρόδ.· <i>χειμὼν οὐκ ἀμήνιτας θεοῖς</i>, σταλμένος όχι από την ιδιαίτερη μήνι των [[ουρανίων]], σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀμήνῑτος:''' -ον ([[μηνίω]]), [[χωρίς]] [[οργή]] ή θυμό, σε Ηρόδ.· <i>χειμὼν οὐκ ἀμήνιτας θεοῖς</i>, σταλμένος όχι από την ιδιαίτερη μήνι των [[ουρανίων]], σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμήνιτος:''' не гневный, благосклонный, кроткий ([[βάξις]] Aesch.; τὸ [[δαιμόνιον]] Plut.): χειμὼν Ἀχαιοῖς οὐκ ἀ. [[θεῶν]] Aesch. буря, ниспосланная на ахейцев гневом богов; ἔφη τοῦ λοιποῦ ἀ. εἶναι Her. он сказал, что впредь гневаться не будет.
}}
}}

Revision as of 16:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμήνῑτος Medium diacritics: ἀμήνιτος Low diacritics: αμήνιτος Capitals: ΑΜΗΝΙΤΟΣ
Transliteration A: amḗnitos Transliteration B: amēnitos Transliteration C: aminitos Beta Code: a)mh/nitos

English (LSJ)

ον, (μηνίω)

   A not angry, Hdt.9.94; βάξις A.Supp.975; χειμὼν Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς Id.Ag.649. Adv. -τως ib.1036.

German (Pape)

[Seite 123] dasselbe, Her. 9. 94; bes. von den Göttern, Plut., neben εὐμενής; bei Aesch. ist βάξις ἀμ., Suppl. 953, nicht Zorn veranlassend; aber χειμὼν οὐκ ἀμ. θεοῖς, der durch der Götter Zorn veranlaßte Sturm. – Adv. -τως, Ag. 1006, zornlos.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμήνῑτος: -ον, (μηνίω) ὁ μὴ ὢν ὠργισμένος ἢ ὀργίλος, Ἡρόδ. 9. 94· βάξις Αἰσχύλ. Ἱκ. 975· χειμὼν Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς = ἐπέμφθη κατ’ αὐτῶν οὐχὶ ἄλλως, εἰμὴ ἕνεκα τῆς ἰδιαιτέρας ὀργῆς τῶν θεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 649 (ἔνθα ὁ Dobree διώρθωσεν Ἀχαιοῖς οὐκ ἀμήνιτος θεῶν). ― Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 1034.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 non inspiré, non causé par le ressentiment;
2 sans ressentiment;
II. qui ne cause pas de ressentiment, qui n’irrite pas.
Étymologie: ἀ, μηνίω.

Spanish (DGE)

(ἀμήνῑτος) -ον
I 1no resentido, no airado, βάξις A.Supp.975, ἔφη ... <ἂν> ἀμήνιτος εἶναι Hdt.9.94, θεός Plu.2.413d, τὸ δαιμόνιον Plu.2.578a, cf. PMag.7.572, διαφυλάττων ... ἵλεω καὶ ἀμήνιτον ἐμαυτόν Plu.2.464c, παρέξεις ἄθυμον καὶ ἀμήνιτον σεαυτόν Plu.2.90d, cf. 2.167d, 741a.
2 no producido por ira o resentimiento λέγων χειμῶν' Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτον θεοῖς contando el temporal de los aqueos, en que no estuvo ausente la ira de los dioses A.A.649.
II adv. -ως sin ira, sin resentimiento σ' ἔθηκε Ζεὺς ἀ. A.A.1036, cf. Achae.15, Plu.2.95d, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμήνιτος, -ον (Α)
ο μη οργισμένος ή μη οργίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μηνίω «είμαι οργισμένος»].

Greek Monotonic

ἀμήνῑτος: -ον (μηνίω), χωρίς οργή ή θυμό, σε Ηρόδ.· χειμὼν οὐκ ἀμήνιτας θεοῖς, σταλμένος όχι από την ιδιαίτερη μήνι των ουρανίων, σε Αισχύλ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμήνιτος: не гневный, благосклонный, кроткий (βάξις Aesch.; τὸ δαιμόνιον Plut.): χειμὼν Ἀχαιοῖς οὐκ ἀ. θεῶν Aesch. буря, ниспосланная на ахейцев гневом богов; ἔφη τοῦ λοιποῦ ἀ. εἶναι Her. он сказал, что впредь гневаться не будет.