ἀνακογχυλιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακογχῠλιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κόγχη]]), [[ανοίγω]] και [[πλαστογραφώ]] [[σφραγίδα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀνακογχῠλιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κόγχη]]), [[ανοίγω]] και [[πλαστογραφώ]] [[σφραγίδα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακογχῠλιάζω:''' <b class="num">1)</b> полоскать горло (ὕδατι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> вскрывать печать, т. е. подделывать (διαθήκην Arph.).
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακογχῠλιάζω Medium diacritics: ἀνακογχυλιάζω Low diacritics: ανακογχυλιάζω Capitals: ΑΝΑΚΟΓΧΥΛΙΑΖΩ
Transliteration A: anakonchyliázō Transliteration B: anakonchyliazō Transliteration C: anakogchyliazo Beta Code: a)nakogxulia/zw

English (LSJ)

(κόγχη)

   A break open the capsule covering the seal of a will, διαθήκην Ar.V.589 (with double entente), cf. Aristid.Or. 51(27).9.    2 = ἀναγαργαρίζω (sc. ὕδατι), Pl.Smp.185d (but ἀνακογχυλίσαι, Hsch.).

German (Pape)

[Seite 192] gurgeln, Plat. Conv. 185 d; = ἀναγαργαρίζω, Tim. Lex.; bei Ar. Vesp. 589, διαθήκην, verfälschen, nachdem man die Siegel (κόγχη) geöffnet; ἀνακογχυλιαστόν Plat. com. Poll. 6, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακογχῠλιάζω: (κόγχη) ἀνοίγω καὶ παραχαράττω, παραποιῶ σφραγῖδα, Ἀριστοφ. Σφ. 589. 2) = ἀναγαργαρίζω (ἐνν. ὕδατι), Πλάτ. Συμπ. 185D, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Φίλοις», 5, Ruhnk Τίμ.

French (Bailly abrégé)

1 se gargariser;
2 briser la coquille qui préserve le sceau (d’un testament).
Étymologie: ἀνά, κογχυλιάζω c. κογχυλίζω.

Spanish (DGE)

(ἀνακογχῠλιάζω) 1 desconchar, romper el sello, e.d., alterar τῆς δ' ἐπικλήρου τὴν διαθήκην ἀδικεῖς ἀνακογχυλιάζων Ar.V.589, cf. Aristid.Or.51.9.
2 hacer gárgaras ὕδατι Pl.Smp.185d, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀνακοχγυλιάζω (Α)
1. παραβιάζω τη σφραγίδα εγγράφου, το απόρρητο του και αλλάζω το περιεχόμενο του
2. κάνω γαργάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κογχυλιάζω < κογχύλιον.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνακογχυλιασμός, ἀνακογχυλιαστόν].

Greek Monotonic

ἀνακογχῠλιάζω: μέλ. -σω (κόγχη), ανοίγω και πλαστογραφώ σφραγίδα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακογχῠλιάζω: 1) полоскать горло (ὕδατι Plat.);
2) вскрывать печать, т. е. подделывать (διαθήκην Arph.).