ἀπομαστιγόω: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπομαστῑγόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[μαστιγώνω]] με [[σκληρότητα]], με [[βαναυσότητα]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀπομαστῑγόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[μαστιγώνω]] με [[σκληρότητα]], με [[βαναυσότητα]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπομαστῑγόω:''' сечь плетью, пороть Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A scourge severely, Hdt.3.29, 8.109.
German (Pape)
[Seite 314] ab-, durchpeitschen, Her. 8, 109.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομαστῑγόω: ἰσχυρῶς μαστιγώνω, Ἡρόδ. 3. 29, 8. 109.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fouetter durement.
Étymologie: ἀπό, μαστιγόω.
Spanish (DGE)
dar latigazos ὃς καὶ τὴν θάλασσαν ἀπεμαστίγωσε Hdt.8.109, τοὺς ἱερέας Hdt.3.29, δοῦλον D.C.60.12.2.
Greek Monotonic
ἀπομαστῑγόω: μέλ. -ώσω, μαστιγώνω με σκληρότητα, με βαναυσότητα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομαστῑγόω: сечь плетью, пороть Her.