δυσήκεστος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσήκεστος:''' -ον, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται ή διορθώνεται, σε Ανθ. | |lsmtext='''δυσήκεστος:''' -ον, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται ή διορθώνεται, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσήκεστος:''' досл. с трудом исцелимый, перен. с трудом утолимый (κάματοι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to heal or cure, Hp.Fract.29, AP3.19 (Cyzicus).
German (Pape)
[Seite 680] schwer zu heilen; Hippocr.; vgl. Anth. III, 19.
Greek (Liddell-Scott)
δυσήκεστος: -ον, δυσθεράπευτος, δυσίατος, Ἱππ. Ἀγμ. 770, Ἀνθ. Π. 3. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à guérir.
Étymologie: δυσ-, ἀκέομαι.
Spanish (DGE)
v. δυσάκεστος.
Greek Monolingual
δυσήκεστος, -ον (Α)
δύσκολος να θεραπευθεί.
Greek Monotonic
δυσήκεστος: -ον, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται ή διορθώνεται, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσήκεστος: досл. с трудом исцелимый, перен. с трудом утолимый (κάματοι Anth.).