εἰσκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσκαταβαίνω:''' [[κατεβαίνω]] μέσα σε, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''εἰσκαταβαίνω:''' [[κατεβαίνω]] μέσα σε, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσκαταβαίνω:''' ион. [[ἐσκαταβαίνω]] сходить, спускаться, тж. входить (ὄρχατον Hom.; δόμον τινός Her.).
}}
}}

Revision as of 19:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσκαταβαίνω Medium diacritics: εἰσκαταβαίνω Low diacritics: εισκαταβαίνω Capitals: ΕΙΣΚΑΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: eiskatabaínō Transliteration B: eiskatabainō Transliteration C: eiskatavaino Beta Code: ei)skatabai/nw

English (LSJ)

   A go down into, c. acc., ὄρχατον Od.24.222; δόμον Orac. ap. Hdt.5.92. έ.

German (Pape)

[Seite 743] (s. βαίνω), in Etwas hinabsteigen; ὄρχατον Od. 24, 222; vgl. or. bei Her. 5, 92.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκαταβαίνω: καταβαίνω, εἰς, μετ’ αἰτιατ., ὄρχατον ἐσκαταβαίνων Ὀδ. Ω. 222· δόμον Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 92.

Greek Monolingual

εἰσκαταβαίνω (Α)
κατεβαίνω μέσα σε κάτι.

Greek Monotonic

εἰσκαταβαίνω: κατεβαίνω μέσα σε, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσκαταβαίνω: ион. ἐσκαταβαίνω сходить, спускаться, тж. входить (ὄρχατον Hom.; δόμον τινός Her.).