ὀξυκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξῠκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), = [[ὀξύθυμος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀξῠκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), = [[ὀξύθυμος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξῠκάρδιος:''' раздражительный, вспыльчивый Aesch., Arph.
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠκάρδιος Medium diacritics: ὀξυκάρδιος Low diacritics: οξυκάρδιος Capitals: ΟΞΥΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: oxykárdios Transliteration B: oxykardios Transliteration C: oksykardios Beta Code: o)cuka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A = ὀξύθυμος, A.Th.907 (lyr.), Ar.V.430.

German (Pape)

[Seite 352] = ὀξύθυμος; Aesch. Spt. 889; Ar. Vesp. 430.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠκάρδιος: -ον, = ὀξύθυμος, Αἰσχύλ. Θήβ. 907, Ἀριστοφ. Σφ. 430.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de caractère vif, irascible, emporté.
Étymologie: ὀξύς, καρδία.

Greek Monolingual

ὀξυκάρδιος, -ον (Α)
ευερέθιστος, οξύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + καρδία].

Greek Monotonic

ὀξῠκάρδιος: -ον (καρδία), = ὀξύθυμος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠκάρδιος: раздражительный, вспыльчивый Aesch., Arph.