προσουρέω: Difference between revisions
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσουρέω:''' παρατ. <i>-εούρουν</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>· [[κατουρώ]] πάνω σε [[κάτι]], <i>τινί</i>, σε Δημ.· μεταφ., [[προσουρέω]] τῇ τραγῳδίᾳ, δηλ. [[παίζω]] με αυτή, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''προσουρέω:''' παρατ. <i>-εούρουν</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>· [[κατουρώ]] πάνω σε [[κάτι]], <i>τινί</i>, σε Δημ.· μεταφ., [[προσουρέω]] τῇ τραγῳδίᾳ, δηλ. [[παίζω]] με αυτή, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-ουρέω aanpissen tegen, met dat.; overdr.. τῇ τραγῳδίᾳ tegen de tragedie aanpissen Aristoph. Ran. 95. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A make water upon, προσεούρουν [τινί] D.54.4, cf. Arist. Mir.845a33, Thphr.Fr.175: metaph., π. τῇ τραγῳδίᾳ trifle with it, Ar. Ra.95, cf. Porph.Abst.3.14.
German (Pape)
[Seite 775] (s. οὐρέω), anpissen; προσεούρουν, Dem. 54, 4; D. L. 6, 46; τινί, Babr. 48, 7; komisch sagt Ar. Ran. 95 ἢν μόνον χορὸν λάβῃ ἅπαξ προσουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ, wo wir etwa sagen könnten »die Tragödie nothzüchtigen« (Droysen »wenn er die Tragödie angegeilt«), und der Schol., es von οὖρος ableitend, fälschlich εὐθυδρομήσαντα, εὐδοκιμήσαντα erklärt, aber auch das Richtigere giebt, τὸ βραχύν τινα χρόνον διατρίψαντα καὶ τῶν αὐτῶν λήρων ἐκχέαντα τῇ τραγωδίᾳ. Es bildet den Gegensatz zu γόνιμος ποιητής.
Greek (Liddell-Scott)
προσουρέω: κατουρῶ πλησίον ἢ ἐπί τινος, προσεούρουν τινὶ Δημ. 1257. 18, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 146, Θεοφρ. Αποσπ. 175· μεταφορ., προσουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ, «βραχὺν χρόνον διατρίψαντα καὶ τῶν αὐτῶν λύρων ἐκχέαντα τῇ τραγῳδίᾳ, ἢ εὐθυδρομήσαντα, εὐδοκιμήσαντα, ἐν τραγῳδίας δράματι ἐπαινεθέντα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 95.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pisser contre ou sur, τινι.
Étymologie: πρός, οὐρέω¹.
Greek Monotonic
προσουρέω: παρατ. -εούρουν, μέλ. -ήσω· κατουρώ πάνω σε κάτι, τινί, σε Δημ.· μεταφ., προσουρέω τῇ τραγῳδίᾳ, δηλ. παίζω με αυτή, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ουρέω aanpissen tegen, met dat.; overdr.. τῇ τραγῳδίᾳ tegen de tragedie aanpissen Aristoph. Ran. 95.