μεταρσιολεσχία: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταρσιολεσχία:''' ἡ ([[λέσχης]]), = [[μετεωρολογία]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''μεταρσιολεσχία:''' ἡ ([[λέσχης]]), = [[μετεωρολογία]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταρσιολεσχία:''' ἡ<b class="num">1)</b> беседа о возвышенном, небесном Plut.;<br /><b class="num">2)</b> высокопарная болтовня Plut., Diog. L.
}}
}}

Revision as of 00:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταρσιολεσχία Medium diacritics: μεταρσιολεσχία Low diacritics: μεταρσιολεσχία Capitals: ΜΕΤΑΡΣΙΟΛΕΣΧΙΑ
Transliteration A: metarsioleschía Transliteration B: metarsioleschia Transliteration C: metarsioleschia Beta Code: metarsiolesxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = μετεωρολογία, Plu.Per.5.

German (Pape)

[Seite 153] ἡ, = μετεωρολογία, mit einer verächtlichen Nebenbedeutung des Schwatzens; Plut. Pericl. 5; D. L. 5, 43.

Greek (Liddell-Scott)

μεταρσιολεσχία: ἡ, = μετεωρολογία, Πλουτ. Περικλ. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bavardage dans les nues, càd sur des questions ardues ou inabordables.
Étymologie: μετάρσιος, λέσχη.

Greek Monolingual

μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) μεταρσιολέσχης
η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα.

Greek Monotonic

μεταρσιολεσχία: ἡ (λέσχης), = μετεωρολογία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μεταρσιολεσχία:1) беседа о возвышенном, небесном Plut.;
2) высокопарная болтовня Plut., Diog. L.