τόσσαις: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τόσσαις:''' Δωρ. αντί [[τόσσας]], μτχ. αορ. του οποίου ο ενεστ. είναι [[άγνωστος]] = [[τυγχάνω]], τυχαίνει να είμαι, σε Πίνδ.
|lsmtext='''τόσσαις:''' Δωρ. αντί [[τόσσας]], μτχ. αορ. του οποίου ο ενεστ. είναι [[άγνωστος]] = [[τυγχάνω]], τυχαίνει να είμαι, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[τυχών]] [aor1 [[part]]. of an [[unknown]] pres.]<br />to [[happen]] to be, Pind.
}}
}}

Revision as of 01:52, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόσσαις Medium diacritics: τόσσαις Low diacritics: τόσσαις Capitals: ΤΟΣΣΑΙΣ
Transliteration A: tóssais Transliteration B: tossais Transliteration C: tossais Beta Code: to/ssais

English (LSJ)

Aeol. for τόσσας, aor. part. of an unknown pres.

   A = τυγχάνω, happen to be, Pi.P.3.27 (just as τυχών is used, ib.4.5); inf., τόσσαι καλῶν Id.Fr.22; cf. ἐπέτοσσε.

Greek (Liddell-Scott)

τόσσαις: Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ ἄγνωστος ὁ ἐνεστ. = τυγχάνω, ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι τόσσαις ἄϊεν ναοῦ βασιλεύς, ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ βασιλεύς, δηλ. ὁ Ἀπόλλων, ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, αὐτόθι 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. ἐπέτοσσε. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ τόξον, συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, τυγχάνω· ἴδε ἐν λέξ. τίκτω).

French (Bailly abrégé)

1dat. pl. fém. de τόσσος.
2nom. masc. sg. part. ao. Act. dor. : s’étant trouvé par hasard PIND.
Étymologie: dor. p. *τόσσᾱς, v. ἐπέτοσσε ; cf. τυγχάνω.

Greek Monolingual

Α
συνέβη να είναι, έτυχε να είναι.

Greek Monotonic

τόσσαις: Δωρ. αντί τόσσας, μτχ. αορ. του οποίου ο ενεστ. είναι άγνωστος = τυγχάνω, τυχαίνει να είμαι, σε Πίνδ.

Middle Liddell

= τυχών [aor1 part. of an unknown pres.]
to happen to be, Pind.