3,274,216
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξανθόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός, αυτή που έχει ξανθές [[τρίχες]], ξανθά μαλλιά, σε Σόλ., Θεόκρ. | |lsmtext='''ξανθόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός, αυτή που έχει ξανθές [[τρίχες]], ξανθά μαλλιά, σε Σόλ., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξανθόθριξ:''' τρῐχος adj. русокудрый, светловолосый (ἄνθρωποι Arst.; [[Μενέλαος]] Theocr.). | |||
}} | }} |