παντάπασι: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παντάπᾱσι:''' ή [[πριν]] από [[φωνήεν]] -ιν,<br /><b class="num">1.</b> επίρρ., όλα μαζί με όλα, όλα μαζί, ολοκληρωμένα, ολοσχερώς, [[εξολοκλήρου]], σε Ηρόδ., Αττ.· οὐ [[παντάπασι]] [[οὕτως]] [[ἀλόγως]], όχι απόλυτα [[χωρίς]] λόγο, σε Θουκ.· με το [[άρθρο]], τὸ [[παντάπασι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σε απαντήσεις, σημαίνει ισχυρή [[βεβαίωση]], [[μάλιστα]], έτσι ακριβώς, αναμφίβολα, σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''παντάπᾱσι:''' ή [[πριν]] από [[φωνήεν]] -ιν,<br /><b class="num">1.</b> επίρρ., όλα μαζί με όλα, όλα μαζί, ολοκληρωμένα, ολοσχερώς, [[εξολοκλήρου]], σε Ηρόδ., Αττ.· οὐ [[παντάπασι]] [[οὕτως]] [[ἀλόγως]], όχι απόλυτα [[χωρίς]] λόγο, σε Θουκ.· με το [[άρθρο]], τὸ [[παντάπασι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σε απαντήσεις, σημαίνει ισχυρή [[βεβαίωση]], [[μάλιστα]], έτσι ακριβώς, αναμφίβολα, σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παντάπᾱσῐ:''' (ν) (τᾰ) (τό) adv. [acc. sing. + locat. pl. к [[πᾶς]]<br /><b class="num">1)</b> совершенно, вполне, целиком, совсем (π. ἀπόλλυσθαι, π. ὀλίγοι Plat.; π. [[ἔρημος]] Dem.): οὐδὲν π. Arst. решительно ничего;<br /><b class="num">2)</b> (в ответах) ну конечно, еще бы, разумеется (π. γε Xen.; π. μὲν [[οὖν]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 1 January 2019
English (LSJ)
or (before a vowel) παντάπασιν, Adv.
A all in all, altogether, wholly, πείθεσθαι Hdt.7.152; ἱπποκρατεῖσθαι Th.6.71; ἀπόλλυσθαι, ἄγασθαι, Pl.Phd.88a, Lg.631a; τὰ δίκαια π. ἀκριβῶ X.Cyr.1.3.17: with Adjs., π. ὀλίγοι very few indeed, Pl.Plt.293a; π. ῥᾴδιον Id.Prt.328a; π. βλάξ quite a simpleton, X.Cyr.1.4.12; π. ἔρημος D.21.80: with Advbs., οὐ π. οὕτως ἀλόγως not so absolutely without reason, Th.5.104; π. ἀνοήτως Isoc.12.232: with the Art., τὸ π. Th.3.87: with a neg., π. οὐδέν, οὐδὲν π., nothing at all, Anaxag.12, Arist.GC316a27. 2 in affirmative answers, by all means, undoubtedly, π. μὲν οὖν Pl.Phdr.278b, Sph.227a; π. γε X.Mem.4.5.3.
German (Pape)
[Seite 462] od. παντάπασιν, Alles in Allem, überhaupt, gänzlich; ἄγαμαι, Plat. Legg. I, 631 b; ἀπόλλυσθαι, Phaed. 88 a; auch c. adj., ὀλίγοι, Polit. 293 a; βλάξ, Xen. Cyr. 1, 4, 12; Folgde, wie Pol. 5, 34, 2; – τὸ παντάπασι, Thuc. 3, 87. – In der Antwort, gewiß, nachdrücklich bejahend, παντάπασί γε, Plat. Soph. 236 a, wie Xen. Mem. 4, 5, 3; παντ. μὲν οὖν, Plat. Phaedr. 271 a.
Greek (Liddell-Scott)
παντάπᾱσι: ἢ (πρὸ φωνήεντος) -ιν, Ἐπίρρ., ἐν πᾶσιν, ὅλως, ἐξ ὁλοκλήρου, ὁλοσχερῶς, πείθεσθαι Ἡρόδ. 7. 152˙ ἱπποκρατεῖσθαι Θουκ. 6. 71˙ ἀπόλλυσθαι, ἄγασθαι Πλάτ. Φαίδων 88Α, κ. ἀλλ.˙ μετ’ ἐπιθέτ., π. ὀλίγοι, πάνυ ὀλίγοι τῷ ὄντι, ὅλως δι’ ὅλου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 293Α˙ π. ῥᾴδιον ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 328Α˙ π. βλάξ, ὅλως δι’ ὅλου βλάξ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 12˙ π. ἔρημος Δημ. 140. 16˙ μετ’ ἐπιρρ., οὐ π. οὕτως ἀλόγως, ὄχι ὅλως δι’ ὅλου ἄνευ λόγου, Θουκ. 5. 104˙ π. ἀκριβῶς Ξεν. Κύρ. 1. 3, 17˙ ἀνοήτως Ἰσοκρ. 281Α˙ - μετὰ τοῦ ἄρθρ., τὸ π. Θουκ. 3. 87˙ μετ’ ἀρνητικοῦ, οὐδὲν π. Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 2, 13. 2) ἐν ἀποκρίσεσι, μάλιστα, βεβαίως, ἀναμφιβόλως, βεβαιότατα, π. μὲν οὖν Πλάτ. Φαῖδρ. 278Β, Σοφ. 227Α˙ οὕτω, π. γε Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 3˙ πρβλ. παντελὴς ΙΙΙ. 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à fait, entièrement, absolument ; • τὸ παντάπασιν THC même sens ; παντάπασί γε XÉN oui certes, parfaitement.
Étymologie: πᾶς redoublé.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ.
1. εξ ολοκλήρου, ολωσδιόλου, παντελώς
2. (σε αρνητική πρόταση) διόλου, καθόλου
αρχ.
βεβαίως, αναμφιβόλως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντα + πᾶσι(ν)].
Greek Monotonic
παντάπᾱσι: ή πριν από φωνήεν -ιν,
1. επίρρ., όλα μαζί με όλα, όλα μαζί, ολοκληρωμένα, ολοσχερώς, εξολοκλήρου, σε Ηρόδ., Αττ.· οὐ παντάπασι οὕτως ἀλόγως, όχι απόλυτα χωρίς λόγο, σε Θουκ.· με το άρθρο, τὸ παντάπασι, στον ίδ.
2. σε απαντήσεις, σημαίνει ισχυρή βεβαίωση, μάλιστα, έτσι ακριβώς, αναμφίβολα, σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παντάπᾱσῐ: (ν) (τᾰ) (τό) adv. [acc. sing. + locat. pl. к πᾶς
1) совершенно, вполне, целиком, совсем (π. ἀπόλλυσθαι, π. ὀλίγοι Plat.; π. ἔρημος Dem.): οὐδὲν π. Arst. решительно ничего;
2) (в ответах) ну конечно, еще бы, разумеется (π. γε Xen.; π. μὲν οὖν Plat.).