χρυσεόστολος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσεόστολος:''' -ον ([[στέλλω]]), = το επόμ., σε Ευρ.
|lsmtext='''χρῡσεόστολος:''' -ον ([[στέλλω]]), = το επόμ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσεόστολος:''' отделанный золотом ([[φάρος]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεόστολος Medium diacritics: χρυσεόστολος Low diacritics: χρυσεόστολος Capitals: ΧΡΥΣΕΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: chryseóstolos Transliteration B: chryseostolos Transliteration C: chryseostolos Beta Code: xruseo/stolos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A πέπλων χ. φάρος E.HF414 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1379] goldgeschmückt, Eur. Herc. fur. 414, πέπλων φάρος.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεόστολος: -ον, = τῷ προηγ., πέπλων χρ. φᾶρος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 414.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ornements d’or.
Étymologie: χρυσός, στολή.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσόστολος.

Greek Monotonic

χρῡσεόστολος: -ον (στέλλω), = το επόμ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεόστολος: отделанный золотом (φάρος Eur.).