κατωκάρα: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰτωκάρα:''' [κᾰ], επίρρ., με το [[κεφάλι]] προς τα [[κάτω]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κᾰτωκάρα:''' [κᾰ], επίρρ., με το [[κεφάλι]] προς τα [[κάτω]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατωκάρᾱ:''' (ᾰρ) adv. головой вниз (ῥίπτειν τινά Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰρ], Adv.
A head downwards, Pi.Fr.161, Ar.Ach.945 (lyr.), Ph.1.207, Agath.2.2; heels over head, Ar.Pax 153.
German (Pape)
[Seite 1406] kopfunten, kopfüber; Pind. frg. 134; εἴπερ ἐκ ποδῶν κατωκάρα κρέμαιτό γε Ar. Ach. 909; ῥίπτειν τινά Pax 155; Sp.; auch getrennt geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰτωκάρα: Ἐπίρρ., μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω, «κατακέφαλα», ἀντὶ ἐπίκαρ, Πινδ. Ἀποσπ. 134, Ἀριστοφ. Ἀχ. 945· «ἀνάποδα», κ. ῥίψας με ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 153· ἀλλ’ ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει κάτω κάρα, ἴδε ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
adv.
la tête en bas.
Étymologie: κάτω, κάρα.
English (Slater)
κατωκάρα
1 head down οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται (-καρᾳ Herodian.) fr. 161.
Greek Monolingual
κατωκάρα (Α)
επίρρ. με το κεφάλι προς τα κάτω («κατωκάρα κρέμαιτο», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + κάρα «κεφαλή»].
Greek Monotonic
κᾰτωκάρα: [κᾰ], επίρρ., με το κεφάλι προς τα κάτω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κατωκάρᾱ: (ᾰρ) adv. головой вниз (ῥίπτειν τινά Arph.).