οἰνών: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰνών:''' -ῶνος, ὁ ([[οἶνος]]), κελάρι για [[φύλαξη]] κρασιού, σε Ξεν. | |lsmtext='''οἰνών:''' -ῶνος, ὁ ([[οἶνος]]), κελάρι για [[φύλαξη]] κρασιού, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰνών:''' ῶνος ὁ винный погреб Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
οἰνών: -ῶνος, ὁ, ἀποθήκη οἴνου, «κελλᾶρι», «ὑπόγειον», Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9˙ οἰνοπωλεῖον, Ἀθην. 519D˙ οἰνεών, Γεωπ. 7. 7, 6˙ πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 166.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
cellier pour le vin.
Étymologie: οἶνος.
Greek Monotonic
οἰνών: -ῶνος, ὁ (οἶνος), κελάρι για φύλαξη κρασιού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
οἰνών: ῶνος ὁ винный погреб Xen.