ζωμίδιον: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζωμίδιον:''' τό, υποκορ. του [[ζωμός]], [[λίγος]] [[ζωμός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ζωμίδιον:''' τό, υποκορ. του [[ζωμός]], [[λίγος]] [[ζωμός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζωμίδιον:''' τό [demin. к [[ζωμός]] похлебочка или дрянная похлебка Arph.
}}
}}

Revision as of 21:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωμίδιον Medium diacritics: ζωμίδιον Low diacritics: ζωμίδιον Capitals: ΖΩΜΙΔΙΟΝ
Transliteration A: zōmídion Transliteration B: zōmidion Transliteration C: zomidion Beta Code: zwmi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of ζωμός,

   A a little sauce, Ar.Nu.389.

German (Pape)

[Seite 1143] τό, dim. von ζωμός, Süppchen, Ar. Nubb. 388.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ζωμός, ὀλίγος ζωμός, Ἀριστοφ. Νεφ. 389.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mauvais bouillon, petit potage.
Étymologie: ζωμός.

Greek Monolingual

ζωμίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ζωμός) ζουμάκι.

Greek Monotonic

ζωμίδιον: τό, υποκορ. του ζωμός, λίγος ζωμός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ζωμίδιον: τό [demin. к ζωμός похлебочка или дрянная похлебка Arph.