κεκαδήσω: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεκᾰδήσω:''' Επικ. μέλ. του [[χάζω]]. | |lsmtext='''κεκᾰδήσω:''' Επικ. μέλ. του [[χάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεκαδήσω:''' <b class="num">I</b> эп. fut. 2 к [[κήδω]].<br /><b class="num">II</b> эп. fut. к [[χάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
κεκάδοντο, κεκαδών,
A v. χάζομαι:—but for κεκαδήσομαι, v. κήδω:—for κεκαδδίχθαι, v. κάδδιχος. κεκαδμένος, v. καίνυμαι.
Greek (Liddell-Scott)
κεκᾰδήσω: κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. κήδω.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
κεκαδήσω (Α)
θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῡ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. kadana-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. κήδω «φροντίζω»].
Greek Monotonic
κεκᾰδήσω: Επικ. μέλ. του χάζω.