καθοπλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθοπλίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξοπλίζω]] ή [[οπλίζω]] πλήρως, <i>τῇ πανοπλίᾳ</i>, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα</i>, αυτή που έχει οπλιστεί [[εναντίον]] της ατιμίας, σε Σοφ.
|lsmtext='''καθοπλίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξοπλίζω]] ή [[οπλίζω]] πλήρως, <i>τῇ πανοπλίᾳ</i>, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα</i>, αυτή που έχει οπλιστεί [[εναντίον]] της ατιμίας, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθοπλίζω:''' вооружать (τῇ [[πανοπλία]] Aeschin.; τῶν οἰκετῶν [[τριάκοντα]] Plut.): καθωπλισμένοι Xen. и καθοπλισάμενοι Polyb. вооруженные; τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα Soph. (Электра), сделавшая вызов преступлению (точнее вооружившая против себя преступление).
}}
}}

Revision as of 22:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθοπλίζω Medium diacritics: καθοπλίζω Low diacritics: καθοπλίζω Capitals: ΚΑΘΟΠΛΙΖΩ
Transliteration A: kathoplízō Transliteration B: kathoplizō Transliteration C: kathoplizo Beta Code: kaqopli/zw

English (LSJ)

   A equip, arm fully, τῇ πανοπλία Aeschin.3.154, cf. Decr. ap.D.18.116, Aristeas 14:—Med., arm oneself fully, Batr.122, 160, Plb.3.62.7, Plu.Phil.9, etc.; παντοπλίας κ. arm oneself in . ., LXX 4 Ma.3.12:—Pass., to be so armed, X.Cyr.2.1.11; καθωπλισμένοι εἰς τὰ Μακεδονικά D.S.19.27; θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος furnished with . ., LXX 4 Ma.7.11: metaph., καλοκἀγαθίᾳ ib.11.22.    II array, set in order: metaph., τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα δύο φέρειν so ordering that which is not well as to... S.El.1087 (lyr., Sch. καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα).

German (Pape)

[Seite 1288] bewaffnen, ausrüsten, τῇ πανοπλίᾳ Aesch. 3, 154, Sp., wie Plut. Cam. 34; die Bdtg »mit den Waffen bekämpfen, besiegen« ist falsch aus Soph. El. 1076 hergeleitet, wo τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα = »das Verbrechen bewaffnend« ist. – Med. sich rüsten, Pol. 3, 62, 7 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

καθοπλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὁπλίζω ἐντελῶς, καθοπλίσας τῇδε τῇ πανοπλίᾳ Αἰσχίν. 75. 33, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ Δημ. 265. 23, Πλουτ. Φιλοπ. 9. - Μέσ., ὁπλίζομαι ἐντελῶς, Πολύβ. 3. 62, 7, κτλ.· τὰς παντευχίας καθωπλίσαντο Ἰώσηπος εἰς Μακκ 3, περὶ τὸ τέλος. - Παθ., εἶμαι ὡπλισμένος, ὑμᾶς ὁρῶν.. καθωπλισμένους οὕτω Ξεν. Κύρ. 2. 1, 11· τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος, ἐφωδιασμένος μέ.., Ἰώσηπος εἰς Μακκ. 7. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἠλ. 1086, ἡ φράσις: τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. «καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα», ἀλλὰ τὸ καθοπλίσασα φαίνεται ἡ τοῦ J. H. H. Schmidt, ἥτις εἶναι: ἀπολακτίσασα, ἴδε Σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ao. καθώπλισα;
1 armer;
2 triompher de, vaincre, acc..
Étymologie: κατά, ὁπλίζω.

English (Strong)

from κατά; and ὁπλίζω; to equip fully with armor: arm.

English (Thayer)

perfect passive participle καθωπλισμένος; "to arm (fully (cf. κατά, III:1 at the end)), furnish with arms": Xenophon, Plutarch, and others; the Sept..)

Greek Monolingual

καθοπλίζω)
εφοδιάζω, εξοπλίζω εντελώς, αρματώνω με όλα τα όπλα («καθοπλίσας τῆδε τῆ πανοπλίᾳ», Αισχίν.)
αρχ.
1. καταπολεμώ, κατανικώ κάποιον («τὸ μὴ καθοπλίσασα», Σοφ.)
2. παθ. καθοπλίζομαι
α) είμαι εφοδιασμένος, εξοπλισμένος εντελώς («ὑμᾱς ὁρῶν... καθωπλισμένους οὕτω», Ξεν.)
β) είμαι εφοδιασμένος με κάτι («τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος» ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὁπλίζω (< ὅπλον)].

Greek Monotonic

καθοπλίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. εξοπλίζω ή οπλίζω πλήρως, τῇ πανοπλίᾳ, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.
II. τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα, αυτή που έχει οπλιστεί εναντίον της ατιμίας, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθοπλίζω: вооружать (τῇ πανοπλία Aeschin.; τῶν οἰκετῶν τριάκοντα Plut.): καθωπλισμένοι Xen. и καθοπλισάμενοι Polyb. вооруженные; τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα Soph. (Электра), сделавшая вызов преступлению (точнее вооружившая против себя преступление).