τίν: Difference between revisions
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τίν:''' [ῑ],<br /><b class="num">I.</b> όπως το <i>τεΐν</i>, Δωρ. δοτ. του <i>σύ</i>.<br /><b class="num">II.</b> Δωρ. αντί <i>σέ</i>. | |lsmtext='''τίν:''' [ῑ],<br /><b class="num">I.</b> όπως το <i>τεΐν</i>, Δωρ. δοτ. του <i>σύ</i>.<br /><b class="num">II.</b> Δωρ. αντί <i>σέ</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τίν:''' дор.<br /><b class="num">1)</b> (= [[σοί]]) dat. к σύ;<br /><b class="num">2)</b> ( = σέ) acc. к σύ. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:44, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. dat. and acc. of σύ (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1117] dor. = σοί, dat. zu σύ, wie τεΐν, fast immer orthotonirt; Pind.; Callim. 29. 30 (VI, 347. 351); nur Theocr. 21, 28 enklitisch. – Auch accus., = σέ, orthotonirt; Pind. P. 8, 68; Theocr. 11, 39. 55. 68; Apoll. Dysc.
Greek (Liddell-Scott)
τίν: [ῑ], Δωρ. δοτ. τοῦ σύ, ὡς τὸ τεΐν. Πινδ. Ο. 11. 113, Θεόκρ. 2. 11, κ. ἀλλ. - οὐδαμοῦ ἐγκλίνεται· διότι ἐν Θεοκρ. 21. 28 ἤδη διορθοῦται τοι ΙΙ. Δωρ. ἀντὶ σέ, ὡσαύτως μετὰ τοῦ τόνου, Κόριννα 4, Πίνδ. 8, 67, Θεόκρ. 11. 39, 55, 68.
Greek Monolingual
και τίνη Α
(δωρ. τ. της δοτ. και αιτ. της προσ. αντων. β' προσ.) βλ. εσύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσύ].
Greek Monotonic
τίν: [ῑ],
I. όπως το τεΐν, Δωρ. δοτ. του σύ.
II. Δωρ. αντί σέ.
Russian (Dvoretsky)
τίν: дор.
1) (= σοί) dat. к σύ;
2) ( = σέ) acc. к σύ.