κισσοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κισσοφόρος:''' Αττ. κιττ-, <i>-ον</i> ([[φέρω]]), αυτός που φέρει κισσό ή είναι [[στεφανωμένος]] με κισσό, σε Πίνδ.· [[πλούσιος]] σε κισσό, σε Ευρ.
|lsmtext='''κισσοφόρος:''' Αττ. κιττ-, <i>-ον</i> ([[φέρω]]), αυτός που φέρει κισσό ή είναι [[στεφανωμένος]] με κισσό, σε Πίνδ.· [[πλούσιος]] σε κισσό, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κισσοφόρος:''' атт. κιττοφόρος 2<br /><b class="num">1)</b> поросший плющом ([[νάπη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> увитый плющом ([[Βάκχος]] Pind.; перен. [[διθύραμβος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοφόρος Medium diacritics: κισσοφόρος Low diacritics: κισσοφόρος Capitals: ΚΙΣΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kissophóros Transliteration B: kissophoros Transliteration C: kissoforos Beta Code: kissofo/ros

English (LSJ)

Att. κιττ-, ον,

   A ivy-wreathed, of Dionysus, Pi.O.2.27, Ar.Th.988 (lyr.), BCH50.240 (Thasos, iii/ii B.C.); ὁ κ. παῖς Διός ib.529 (Marathon, ii A.D.): metaph., κ. διθύραμβοι Simon.148.    2 luxuriant with ivy, νάπη E.Tr.1066(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1443] Epheu tragend, hervorbringend, Ἰδαῖα νάπη Eur. Troad. 1066; – wie die Bacchanten mit Epheu umkränzt, od. den mit Epheu umwundenen Thyrsus tragend, Bacchus, Pind. Ol. 2, 30; Ar. Thesm. 688; διθύραμβοι Simonds. 70 (XIII, 28).

Greek (Liddell-Scott)

κισσοφόρος: Ἀττ. κιττ-, ον, φέρων κισσὸν ἢ ἐστεφανωμένος διὰ κισσοῦ, Πινδ. Ο. 2. 50, Ἀριστοφ. Θεσμ. 988· ― πρβλ. κιστοφόρος. 2) θάλλων ἐκ κισσοῦ, νάπη Εὐρ. Τρῳ 1066.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné de lierre ou qui porte le thyrse entouré de lierre.
Étymologie: κισσός, φέρω.

English (Slater)

κισσοφόρος
   1 ivy bearing of Dionysos. παῖςκισσοφόρος (O. 2.27)

Greek Monolingual

κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, -ον (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ.
β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.)
2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. κισσοφόρος
νόμισμα που είχε ως έμβλημα κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη-φόρος, τροπαιοφόρος.

Greek Monotonic

κισσοφόρος: Αττ. κιττ-, -ον (φέρω), αυτός που φέρει κισσό ή είναι στεφανωμένος με κισσό, σε Πίνδ.· πλούσιος σε κισσό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κισσοφόρος: атт. κιττοφόρος 2
1) поросший плющом (νάπη Eur.);
2) увитый плющом (Βάκχος Pind.; перен. διθύραμβος Anth.).