συσκεδάννυμι: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συσκεδάννῡμι:''' μέλ. -[[σκεδῶ]], [[διασκορπίζω]] από κοινού, [[ρίχνω]] σκορπώντας εδώ κι [[εκεί]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''συσκεδάννῡμι:''' μέλ. -[[σκεδῶ]], [[διασκορπίζω]] από κοινού, [[ρίχνω]] σκορπώντας εδώ κι [[εκεί]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συσκεδάννῡμι:''' досл. рассеивать, перен. разбивать в пух и прах (ἀλινδήθρας ἐπῶν Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A scatter to the winds, Ar.Ra.903 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1042] (s. σκεδάννυμι), mit Andern zugleich zerstreuen, zerstreuen helfen; ganz zerstreuen, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν, Ar. Ran. 902.
Greek (Liddell-Scott)
συσκεδάννῡμι: μέλλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω ὁμοῦ, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 903.
French (Bailly abrégé)
dissiper entièrement.
Étymologie: σύν, σκεδάννυμι.
Greek Monolingual
Α
σκορπίζω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»].
Greek Monotonic
συσκεδάννῡμι: μέλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω από κοινού, ρίχνω σκορπώντας εδώ κι εκεί, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
συσκεδάννῡμι: досл. рассеивать, перен. разбивать в пух и прах (ἀλινδήθρας ἐπῶν Arph.).