συσκεδάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συσκεδάννῡμι:''' μέλ. -[[σκεδῶ]], [[διασκορπίζω]] από κοινού, [[ρίχνω]] σκορπώντας εδώ κι [[εκεί]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''συσκεδάννῡμι:''' μέλ. -[[σκεδῶ]], [[διασκορπίζω]] από κοινού, [[ρίχνω]] σκορπώντας εδώ κι [[εκεί]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''συσκεδάννῡμι:''' досл. рассеивать, перен. разбивать в пух и прах (ἀλινδήθρας ἐπῶν Arph.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσκεδάννῡμι Medium diacritics: συσκεδάννυμι Low diacritics: συσκεδάννυμι Capitals: ΣΥΣΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: syskedánnymi Transliteration B: syskedannymi Transliteration C: syskedannymi Beta Code: suskeda/nnumi

English (LSJ)

   A scatter to the winds, Ar.Ra.903 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1042] (s. σκεδάννυμι), mit Andern zugleich zerstreuen, zerstreuen helfen; ganz zerstreuen, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν, Ar. Ran. 902.

Greek (Liddell-Scott)

συσκεδάννῡμι: μέλλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω ὁμοῦ, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 903.

French (Bailly abrégé)

dissiper entièrement.
Étymologie: σύν, σκεδάννυμι.

Greek Monolingual

Α
σκορπίζω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»].

Greek Monotonic

συσκεδάννῡμι: μέλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω από κοινού, ρίχνω σκορπώντας εδώ κι εκεί, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συσκεδάννῡμι: досл. рассеивать, перен. разбивать в пух и прах (ἀλινδήθρας ἐπῶν Arph.).