ἀνήῃ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(3)
(1)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνήῃ:''' Επικ. γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του [[ἀνίημι]].
|lsmtext='''ἀνήῃ:''' Επικ. γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του [[ἀνίημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνήῃ:''' (= ἀνῇ) эп. 3 л. sing. conjct. к [[ἀνίημι]].
}}
}}

Revision as of 16:24, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήῃ: Ἐπ. γ΄ ἑν. πρ. τῆς ὑποτ. τοῦ ἀορ. τοῦ ἀνίημι (Ἰλ. Β. 34).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sbj. ao.2 épq. de ἀνίημι.

English (Autenrieth)

see ἀνίημι.

Spanish (DGE)

v. ἀνίημι.

Greek Monotonic

ἀνήῃ: Επικ. γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του ἀνίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήῃ: (= ἀνῇ) эп. 3 л. sing. conjct. к ἀνίημι.