ἄνους: Difference between revisions
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄνους:''' -ουν, συνηρ. αντί [[ἄνοος]]. | |lsmtext='''ἄνους:''' -ουν, συνηρ. αντί [[ἄνοος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄνους:''' стяж. = [[ἄνοος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ουν, contr. for ἄνοος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνους: ουν, (= ἀνούατος, ἄωτος, ἄνευ ὠτὸς ἤτοι λαβῆς) Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν [ἡδυπότ]ιον, ὃ ἀνέθηκε Κτησικλῆς, ἄνους... ἄνουν Bull. de cor. hell. II. σ. 425.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. ἄνοος.
Spanish (DGE)
v. ἄνοος.
Greek Monolingual
-ουν (AM ἄνους και ἄνοος, -ον)
1. άμυαλος, ανόητος
2. επιπόλαιος, ασύνετος
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από άνοια.
Greek Monotonic
ἄνους: -ουν, συνηρ. αντί ἄνοος.
Russian (Dvoretsky)
ἄνους: стяж. = ἄνοος.