παρακομίζω: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακομίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[οδηγώ]], [[συνοδεύω]], [[πηγαίνω]] μαζί, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μεταφέρω]] ή [[μεταβιβάζω]], [[μεταφέρω]], [[διακομίζω]], σε Ηρόδ. — Μέσ., [[ενεργώ]] ώστε να μεταφερθεί ένα [[πράγμα]] σε κάποιον, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., [[βαδίζω]] ή [[πλέω]] δίπλα, [[παραπλέω]], <i>τὴν Ἰταλίαν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[βαδίζω]] ή [[πλέω]] [[ανάμεσα]], [[διαπλέω]], [[διέρχομαι]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''παρακομίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[οδηγώ]], [[συνοδεύω]], [[πηγαίνω]] μαζί, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μεταφέρω]] ή [[μεταβιβάζω]], [[μεταφέρω]], [[διακομίζω]], σε Ηρόδ. — Μέσ., [[ενεργώ]] ώστε να μεταφερθεί ένα [[πράγμα]] σε κάποιον, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., [[βαδίζω]] ή [[πλέω]] δίπλα, [[παραπλέω]], <i>τὴν Ἰταλίαν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[βαδίζω]] ή [[πλέω]] [[ανάμεσα]], [[διαπλέω]], [[διέρχομαι]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακομίζω:''' <b class="num">1)</b> привозить, доставлять (ὁ [[σῖτος]] παρεκομίσθη Xen.);<br /><b class="num">2)</b> перевозить, переправлять (τὰ θηρία Polyb.); med. объезжать (τὴν Ἰταλίαν Thuc.) или переезжать (εἰς Συρακούσας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> следовать рядом, сопровождать (γέροντα Eur.);<br /><b class="num">4)</b> med. носить с собой (τὰ [[ὅπλα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακομίζω Medium diacritics: παρακομίζω Low diacritics: παρακομίζω Capitals: ΠΑΡΑΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: parakomízō Transliteration B: parakomizō Transliteration C: parakomizo Beta Code: parakomi/zw

English (LSJ)

fut.

   A -ῐῶ PPetr. 3p.122 (iii B.C.) :—escort, convoy, E.HF125 (lyr.), X.HG1.4.7 :— Pass., Plu.Oth.16.    2 carry or convey over, transport, ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον Arist.HA580a17 ; π. ναῦς ἐπὶ τὸ χῶμα D.50.6 : generally, convey, carry, Hdt.7.147, etc.:—Med., have a thing brought one, σῖτον X.HG 5.4.57:—Pass., ib.5.4.61, Plu.Oth.3.    3 obtain, receive a document, Mitteis Chr.227.4 (ii A.D.), etc.    II Pass., go or sail beside, coast along, τὴν Ἰταλίαν Th.6.44; παρὰ τὴν ἤπειρον D.C. 48.27 ; π. ἐς τὸν . . λιμένα, ἐπὶ Καμαρίνης, Th.4.25, 6.52 : abs., Plu.Luc. 37.    2 go or sail across, pass over, Plb.1.52.6, etc.

German (Pape)

[Seite 484] herbeibringen, -schaffen; σῖτος τοῖς Ἀθηναίοις παρεκομίσθη, Xen. Hell. 5, 4, 61; hinüberschaffen, καμήλους τὰς πεζῇ παρακομιζούσας τὰ σκάφη, D. Sic. 2, 17; παρακομιεῖν καὶ περαιώσειν τὰ θηρία, Pol. 3, 46, 5; – vorbeiführen, geleiten, γέρων γέροντα παρακόμιζε, Eur. Herc. F. 126; Xen. Hell. 1, 4, 3. – Häufiger im pass., vorüber-, überfahren, übersetzen, παρεκομίζοντο τὴν Ἰταλίαν, Thuc. 6, 44; παρὰ τὴν ἤπειρον, D. C. 48, 27; παρεκομίσθη εἰς Συρακούσας, Pol., 52, 6; Sp.; – ὅπλα παρακομίζεσθαι, Waffen tragen, Plut. Oth. 3.

Greek (Liddell-Scott)

παρακομίζω: μέλλ. Ἀττ. -κομιῶ, ὁδηγῶ, συνοδεύω, Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 126. 2) μεταφέρω, μεταβιβάζω, μετακομίζω, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 61· ἰδίως εἰς τόπον τινά, αὐτόθι 1. 4, 7· ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2· τάς τε ναῦς καθέλκειν τοὺς τριηράρχους καὶ παρακομίζειν ἐπὶ τὸ χῶμα, καὶ νὰ τὰς φέρωσιν εἰς τὴν προκυμαίαν, Δημ. 1208. 4· καθόλου, μεταφέρω, φέρω, Ἡρόδ. 7. 147. ― Μέσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ κομισθῇ τι πρός με, σῖτον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 57. ΙΙ. Παθ., πλέω παραπλεύρως, παραπλέω, τὴν Ἰταλίαν Θουκ. 6. 44· παρὰ τὴν ἤπειρον Δίων Κ. 48. 27· ἀπολ., π. ἐς τόπον, ἐπὶ τόπου Θουκ. 4. 25., 6. 52· ἀπολ., Πλουτ. Λούκουλλ. 37. 2) διαπλέω ἀπέναντι, διαβαίνω, διέρχομαι εἰς τὸ πέραν, Πολύβ. 1. 52, 6, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 477.

French (Bailly abrégé)

1 transporter le long de ; Pass. être transporté le long de, longer ou côtoyer : τὴν Ἰταλίαν THC l’Italie;
2 transporter en passant devant;
3 escorter, acc..
Étymologie: παρά, κομίζω.

Greek Monolingual

Α
1. οδηγώ κάποιον, συνοδεύω
2. μεταφέρω («ἐν τοσαύταις ἡμέραις τὴν Λητὼ παρεκόμισαν ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον», Αριστοτ.)
3. προσκομίζω («τί δῆτα ἀδικέουσι οὗτοι ἡμῑν σιτία παρακομίζοντες;», Ηρόδ.)
4. παίρνω, δέχομαι
5. (μέσ. και παθ.) παρακομίζομαι
α) φροντίζω, ενεργώ ώστε να μεταφερθεί κάτι σ' εμένα
β) πλέω παραπλεύρως, παραπλέω
γ) διέρχομαι στο απέναντι μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κομίζω.

Greek Monotonic

παρακομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ·
I. 1. οδηγώ, συνοδεύω, πηγαίνω μαζί, σε Ευρ.
2. μεταφέρω ή μεταβιβάζω, μεταφέρω, διακομίζω, σε Ηρόδ. — Μέσ., ενεργώ ώστε να μεταφερθεί ένα πράγμα σε κάποιον, σε Ξεν.
II. 1. Παθ., βαδίζω ή πλέω δίπλα, παραπλέω, τὴν Ἰταλίαν, σε Θουκ.
2. βαδίζω ή πλέω ανάμεσα, διαπλέω, διέρχομαι, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παρακομίζω: 1) привозить, доставлять (ὁ σῖτος παρεκομίσθη Xen.);
2) перевозить, переправлять (τὰ θηρία Polyb.); med. объезжать (τὴν Ἰταλίαν Thuc.) или переезжать (εἰς Συρακούσας Polyb.);
3) следовать рядом, сопровождать (γέροντα Eur.);
4) med. носить с собой (τὰ ὅπλα Plut.).