προσηχέω: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσηχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αντιλαλώ]] ή [[αντηχώ]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προσηχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αντιλαλώ]] ή [[αντηχώ]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσηχέω [προσηχής] weerklinken. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A resound or re-echo, Plu.Alex.31; θαλάττῃ with the sea, Philostr.Im.2.16, cf. VS1.7; κύματα π. αἰγιαλοῖς Them.Or.2.27b: also c. dat. pers., τούτων ῥημάτων ἐμοὶ -ηχούντων Chor. in Jahrb.9.188. II c. acc., π. μέλος τῇ σύριγγι, τῷ Μουσηγέτῃ, Him.Ecl.12.8, Or.14.3.
German (Pape)
[Seite 765] dazu, damit, daran tönen, hallen, Plut. Alex. 31 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσηχέω: ἀντηχῶ, ἠχῶ, Πλουτ. Ἀλέξ. 31· θαλάττῃ, μετὰ τῆς θαλάσσης, Φιλόστρ. 833, πρβλ. 487.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
résonner auprès de ou contre.
Étymologie: πρός, ἠχέω.
Greek Monotonic
προσηχέω: μέλ. -ήσω, αντιλαλώ ή αντηχώ, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσηχέω [προσηχής] weerklinken.