σωφρονέω: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σωφρονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σώφρων]])·<br /><b class="num">1.</b> έχω [[σώες]] τις [[φρένες]], είμαι [[λογικός]], [[φρόνιμος]], [[γνωστικός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[μετριοπαθής]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[δείχνω]] [[αυτοκυριαρχία]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[σωφρονέω]], <i>περὶ τοὺς θεούς</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[συνέρχομαι]], [[έρχομαι]] στα λογικά μου, [[βάζω]] [[μυαλό]], [[ανακτώ]] την [[αυτοκυριαρχία]] μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., <i>τὰ σεσωφρονημένα μοι</i>, αυτά που έχω πράξει με [[σύνεση]], με [[σωφροσύνη]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''σωφρονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σώφρων]])·<br /><b class="num">1.</b> έχω [[σώες]] τις [[φρένες]], είμαι [[λογικός]], [[φρόνιμος]], [[γνωστικός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[μετριοπαθής]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[δείχνω]] [[αυτοκυριαρχία]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[σωφρονέω]], <i>περὶ τοὺς θεούς</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[συνέρχομαι]], [[έρχομαι]] στα λογικά μου, [[βάζω]] [[μυαλό]], [[ανακτώ]] την [[αυτοκυριαρχία]] μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., <i>τὰ σεσωφρονημένα μοι</i>, αυτά που έχω πράξει με [[σύνεση]], με [[σωφροσύνη]], σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωφρονέω:''' эп. [[σαοφρονέω]]<br /><b class="num">1)</b> быть благоразумным, обладать здравым смыслом Her., Babr.;<br /><b class="num">2)</b> становиться благоразумным, приходить в себя: σωφρονῆσαι Soph. опомниться; σεσωφρονηκώς Plat. пришедший в себя;<br /><b class="num">3)</b> быть скромным, воздержным (ἐς Ἀφροδίτην Eur.): τὰ σεσωφρονημένα ἐν τῷ βίῳ Aeschin. скромная жизнь;<br /><b class="num">4)</b> быть почтительным, благочестивым (περὶ τοὺς θεούς Xen.);<br /><b class="num">5)</b> быть послушным, дисциплинированным (πρός τινα Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. σᾰοφ- Opp.H.3.446, AP5.301.11 (Agath.):—
A to be sound of mind, Hdt.3.35, Ev.Marc.5.15, Gal.15.449; ὃς ἦν φορητὸς οὐδὲ σωφρονῶν Babr.90.4. 2 to be temperate, moderate, show self-control, Heraclit.112,116 (v.l.), A.Pr.982, Pers.829, IG12.22.69, Antipho 2.2.5, Th.8.24, Pl.Phdr.244a, X.Cyr.8.1.30; τὸ σωφρονεῖν, = σωφροσύνη, A.Ag.1425, cf. 181, Ar.Nu.1061, 1071; ἐς Ἀφροδίτην σ. E.IA1159, cf. Ba.314 (s. v.l.); περὶ τοὺς θεούς X.Mem.1.1.20; of soldiers, σ. καὶ εὐτακτεῖν ib.3.5.21, cf. Lys.12.47; σ. καὶ ὁμονοεῖν And.1.109; opp. ὑπερφρονέω, Ep.Rom.12.3: with a part., πέμποντες σωφρονοῖμεν ἄν Pl.Men.90d. 3 come to one's senses, learn moderation, Hdt.3.64; σ. ὑπὸ στένει A.Eu.521 (lyr.); σωφρονοῦντες ἐν χρόνῳ ib.1000 (lyr.); οὐ σωφρονήσεις; S.Aj.1259; ἐσωφρόνησας Id.Ph.1259; σεσωφρονηκώς when he had recovered his senses, Pl. Phdr.241b. 4 Pass., τὰ σεσωφρονημένα ἐν τῷ βίῳ μοι things I had done with discretion, Aeschin.2.4.
German (Pape)
[Seite 1062] poet. σαοφρονέω, gesunder Seele, gesundes Geistes sein, bei gesundem, nüchternem Verstande sein, dah. klug, besonnen sein, bes. ohne Leidenschaften, enthaltsam, mäßig sein; γνώση διδαχθεὶς ὀψὲ γοῦν τὸ σωφρονεῖν, Aesch. Ag. 1399, vgl. 1603; Prom. 984 u. öfter, wie Soph., z. B. εἴθ' ὐμιν ἀμφοῖν νοῦς γένοιτο σωφρονεῖν Ai. 1243, οὐ σωφρονήσεις; 1238; Eur., Ar. u. in Prosa; Ggstz von μαίνεσθαι, Plat. Phaedr. 244 a; νοσεῖν μᾶλλον ἢ σωφρονεῖν, 231, l; σεσωφρονηκώς, 241 b, u. öfter; Ggstz von ὑβρίζειν, Xen. Cyr. 8, 1, 30; auch = im Gehorsam bleiben, Ggstz des aufrührerischen Abfalles, 3, 2, 7 An. 7, 7, 30; öfter εἰ σωφρονεῖτε, wenn ihr klug seid.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονέω: ποιητικ. σᾰοφ-, Ὀππ. Ἁλ. 3. 446, Ἀνθ. Π. 5. 302. Ἔχω σώας τὰς φρένας, Ἡρόδ. 3. 35· ὃς ἦν φορητὸς οὐδὲ σωφρονῶν Βάβρ. 90, 4. 2) εἶμαι σώφρων, φρόνιμος, δείκνυμαι κύριος ἐμαυτοῦ, ἀντίθετον τῷ μαίνεσθαι, ὑβρίζειν, κλπ., Αἰσχύλ. Πρ. 982, Πέρσ. 829, Ἀριστοφ. Νεφ. 1061, 1071, Ἀντιφῶν 117. 14, Θουκ. 8. 24, Πλάτ. Φαῖδρ. 244Α, Ξεν. Κύρ. 8. 1. 30, πρβλ. ὑπερφρονέω· τὸ σωφρονεῖν = σωφροσύνη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1425, πρβλ. 180· ― σ. ἐς Ἀφροδίτην Εὐρ. Ι. Α. 1159· περὶ τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 20· ― ἐπὶ στρατιωτῶν, σ. καὶ εὐτακτεῖν αὐτόθι 3. 5, 21· σ. καὶ ὁμονοεῖν Ἀνδοκ. 14 ἐν τέλει· μετὰ μετοχῆς· πέμποντες σωφρονοῖμεν ἂν Πλάτ. Μένων 90D. 3) συνέρχομαι, γίνομαι κύριος ἐμαυτοῦ, Ἡρόδ. 3. 64· σ. ὑπὸ στένει Αἰσχύλ. Εὐμ. 520· σωφρονοῦντες ἐν χρόνῳ αὐτόθι· οὐ σωφρονήσεις; Σοφ. Αἴ. 1259· ἐσωφρόνησας ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1259· σεσωφρονηκώς, ὅταν ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, ὅταν συνέλθῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β. 4) Παθ., τὰ σεσωφρονημένα ἐν τῷ βίῳ μοι, τὰ σωφρόνως πεπραγμένα, Αἰσχίν. 28. 21. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 42.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
litt. avoir l’esprit ou le corps sain :
1 être sensé, prudent, sage, avisé;
2 être tempérant, sobre, raisonnable;
3 être sage ou modéré dans ses désirs, être simple, modeste ; montrer des sentiments d’humilité.
Étymologie: σώφρων.
English (Strong)
from σώφρων; to be of sound mind, i.e. sane, (figuratively) moderate: be in right mind, be sober (minded), soberly.
English (Thayer)
σωφρόνω; 1st aorist imperative σωφρονήσατε; (σώφρων, which see); from Tragg., Xenophon, Plato down; to be of sound mind, i. e.
a. to be in one's right mind: of one who has ceased δαιμονίζεσθαι, ἐκστηναι, σωφρονων and μανεις are contrasted in Plato, de rep. i., p. 331c.; σωφρονουσαι and μανεισαι, Phaedr., p. 244b.; ὁ μεμηνως ... ἐσωφρονησε, Apollod. 3,5, 1,6).
b. to exercise self-control; i. e. α. to put a moderate estimate upon oneself, think of oneself soberly: opposed to ὑπερφρονεῖν, β. to curb one's passions, νήφω (as in Lucian, Nigrin. 6) (R. V. be of sound mind and be sober), 1 Peter 4:7.
Greek Monotonic
σωφρονέω: μέλ. -ήσω (σώφρων)·
1. έχω σώες τις φρένες, είμαι λογικός, φρόνιμος, γνωστικός, σε Ηρόδ.
2. είμαι μετριοπαθής, συνετός, φρόνιμος, δείχνω αυτοκυριαρχία, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.· σωφρονέω, περὶ τοὺς θεούς, σε Ξεν.
3. συνέρχομαι, έρχομαι στα λογικά μου, βάζω μυαλό, ανακτώ την αυτοκυριαρχία μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.
4. Παθ., τὰ σεσωφρονημένα μοι, αυτά που έχω πράξει με σύνεση, με σωφροσύνη, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
σωφρονέω: эп. σαοφρονέω
1) быть благоразумным, обладать здравым смыслом Her., Babr.;
2) становиться благоразумным, приходить в себя: σωφρονῆσαι Soph. опомниться; σεσωφρονηκώς Plat. пришедший в себя;
3) быть скромным, воздержным (ἐς Ἀφροδίτην Eur.): τὰ σεσωφρονημένα ἐν τῷ βίῳ Aeschin. скромная жизнь;
4) быть почтительным, благочестивым (περὶ τοὺς θεούς Xen.);
5) быть послушным, дисциплинированным (πρός τινα Xen.).